Εκατομμύρια άνθρωποι εβλέπαν πως νυχτώναν
οι μέρες μια πίσω απ’ την άλλη πληχτικές,
πάθη μικρά κι ιδέες φτωχές τις ξημερώναν
κι όμοια νωθρά διαβαίνουν σκόλες και γιορτές.
Δίχως βαθύτερη ενατένισην εντός τους,
μηδέ στη φύση ούτε στον πλάι τους αδερφό,
αργοκυλούσε στη ζωή τους ο εαυτός τους
χωρίς αντίδραση, χωρίς ούτε σκοπό.
(ΙΙ – Η βία)
Και μια βραδιά πάνω απ’ του ύπνου τα παλάτια
πλανάει τον ίσκιο της η Βία τρομαχτικά,
μαύρο έχει πρόσωπο και πράσινα τα μάτια,
σφιχτά τα δόντια και τα νύχια αρπαχτικά.
Φωτιά και σίδερο κρατάει στ’ άνομο χέρι,
φλόγες υψώνει, καίει, γκρεμίζει και βροντά,
καρδιές ανθρώπων ξεριζώνει με μαχαίρι
και τρέχει το αίμα σε ποτάμια κοχλαστά.
(ΙΙΙ – Το ξύπνημα των λαών)
Ξυπνάν, σηκώνονται στο πόδι αλαφιασμένοι
και τα όπλα αδράχνουν ένας – ένας οι Λαοί.
Στη Βία ενάντια πολεμάν και ματωμένοι
κρατάν τη Γη τους ως την ύστατη πνοή.
Κάποια στιγμή κάποια λυγίσαν, γιατί εχάσαν
την ένθεη πίστη στα μεγάλα ιδανικά,
κάποιοι τους νόμους της τιμής τους εξεχάσαν
κι άλλοι δεν πράξανε πολύ πατριωτικά.
(ΙV – Η ελληνική ιδέα)
Τότες υψώθηκε το δόρυ της Παλλάδας
το δρόμο δείχνοντας της τίμιας λεβεντιάς
κι η πανοπλία της πάντα αθάνατης Ελλάδας
εβροτνοχτύπησε παιάνα λευτεριάς.
Στα όπλα οι Έλληνες! Ορθοί μες στον αγώνα
οπτασιαστές νικών κι ωδών Πινδαρικών
τρόπαια στον ίσκιο στήνουνε του Παρθενώνα
κι αναθαρρεύουνε τα στήθια των Λαών.
(V- Ο θρίαμβος)
Mια μούσα αιθέρια ξεκινά απ’ τον Ελικώνα
προσκαλεσμένη πανανθρώπινης ευχής
και στον πλανήτη κράζει πέρα απ’ τον αιώνα
το Ευοί Ευάν της νικητήριας ιαχής.
Κι η ανθρωπότητα ορθωμένη στ’ όραμά της
Δάφνης κι Ελιάς ντυμένη φύλλα γιορτινά
μέσα στον Ήλιο και στο Φως σα νέος εργάτης
για έναν καινούργιο δρόμο πάλι ξεκινά.