Μενού
Αρχική / Εγκυκλοπαίδεια / Ιστορία / Κείμενα του 1821 / Ο καταδικασμός της Κρήτης

Ο καταδικασμός της Κρήτης

Α’


‘Στα χίλια οχτακόσια εικοσιοχτώ, μιαν Τρίτη,
(αφουγκρασθήτε να σας πω ογιά τη μαύρη Κρήτη)
σύναξη κάνου οι βασιλείς και πάνε ‘ς το Παρίσι,
να κάμουνε συνέλεψη τι να γενή η Κρήτη.
Μ’ απής εσυναχτήκανε κι’άρχηξαν το κουσούλτο,
ούλοι εδιχονήσανε και παίρνει την ο Τούρκος.
Αθρώπους τότ’ επέψανε κ’ εις τσοι Καλύβαις βγαίνει,
να συναχτούν οι Χρισθιανοί, να δώση το χαμπέρι.
Και σαν εσυναχτήκασι, διαβάζει τη συθήκη,
κ’ έγραφε πως εδώκανε του Μισιριού την Κρήτη.
Φωνιάζουν, κλαίν οι Χρισθιανοί• “Αφέντες κουμαντάτες,
εβγάστ’ απάνω ‘ς τα βουνά, να κάτσετε ‘ς τσοι στράταις,
να ιδήτε ούλα τα πουλιά, απού ψηλά πετούσι,
τα κόκκαλα τω Χρισθιανώ ‘ς τ’ αντόδια να βαστούσι.
Όσοι καταλυθήκανε ‘ς τα όρη κ’ εις τα δάση
ποιος είν’ απού θα σας τσοι πη και θα τσοι λογαριάση;
Ακούσετε να σάσε πω τα πάθη τα δικά μας:
‘Σ την Αραπιά πουλήσανε οι Τούρκοι τα παιδιά μας,
και όσοι απομείναμε εις τα βουνά γλακούμε,
ξυπόλυτοι κι’ ολόγδυμνοι για να λευτερωθούμε.
Κ’ είχαμε θάρρος εις εσάς, τσοι βασιλείς τσοι Φράγκους,
κ’ εδά μας αδικήσετε κι’ αφήκετέ μας σκλάβους.
‘Όντε θα βγουν τα νέφαλα και να φανούν οι κρίνοι,
και να ρθ’ ο φοβερός κριτής ούλους να μάσε κρίνη,
τα τάγματ’ ούλα τ’ ουρανού τριγύρου ν’ ακλουθούσι,
τα πάθη τω Χρισθιανώ τάδικα να γροικούσι,
νά ρθουνε με παράπονο κ’ οι Κρήτες να σταθούνε
μπροστά ‘ς το φοβερό κριτή τ’ άδικά των να πούνε,
τότες ν’ άποκριθήτ’ εσείς, Αγγλία και Γαλλία,
μπροστά ‘ς το φοβερό κριτή, δευτέρα παρουσία!
“Τώρα αποφασίσανε κ’ εκάμανε συθήκη,
πως να ναι πάλι αραγιάς του Μισιριού η Κρήτη”.


“Φύγετε! Φύγετ’, άστε μας! μα μεις θε να σκεφτούμε,
γη ούλοι θ’ αποθάνωμε, γη θα λευτερωθούμε.
Θε μου και συ, πώς το βαστάς; εις τη σκλαβιά ακόμη,
ούλοι λευτερώθηκανε, κ’ η Κρήτη να ναι μόνη”.


Έρχουνται πλοία φράγκικα και πάνε ‘ς τη Γραμπούσα
και βγάνουνε τσοί Χρισθιανούς, όπου την εβαστούσα.


Και Μισιριώταις φέρνουνε κ’ εις τα χωριά χτυπούσι,
φορούνε ρούχα κόκκινα και τούμπανα βαστούσι.
Καθίζουν σε μερκά χωριά και κάνουνε κρισάδες,
και τυραννούν τσοί Χρισθιανούς, σκεντσεύγουν τς αραγιάδες


Β’
‘Σ τα χίλια οχτακόσια ‘ς τα τριάντα,
‘ς τς οχτώ του Σεντεμπριού ήρθ’ η γι αρμάδα.
Και βγαίνει ‘ς τ’ Ακρωτήρι, σιργιανίζει,
τον κόσμο βιζιτάρει και ξανοίγει,
τσοι Χρισθιανούς γυρεύγουνε να ιδούσι
και θλιβερό χαμπέρι για να πούσι.
«Οι Χρισθιανοί να μείνουν αραγιάδες».
Κ’ οι Τούρκοι χαραίς κάνουνε μεγάλαις.
Γλήγορα εις την φράγκικην αρμάδα
εγράψανε παράπονα μεγάλα.
«Όρη, βουνά, και τρύπαις και λαγκάδια,
γεμάτα νιαι φτωχούς και παλληκάρια,
τσι πείνας και τση δίψας ξεραμμένοι,
για να λευτερωθούνε οι καϊμένοι».
Κ’ οι καπετάνι’ αρχίζουν και γελούσι,
κ’ εις τα καράβια μπαίνουν και κινούσι.
Το κρίμα τω φτωχώ και τω χηράδω
εις το λαιμό σας να ‘ν’ ούλων τω Φράγκω.


Αφήστε μια απάντηση