Μενού

Όλυμπος κι ο Κίσαβος

Ο Όλυμπος κι ο Κίσαβος, τα δυό βουνά μαλώνουν,
το ποιό να ρίξει τη βροχή, το ποιό να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσαβος ρίχνει βροχή κι ο Ολυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ’ ο Ολυμπος και λέγει του Κισάβου:
«Μη με μαλώνεις, Κίσαβε, μπρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες.
Eγώ ειμ’ ο γέρος Ολυμπος, στον κόσμο ξακουσμένος.
Εχω σαράνταδυό κορφές κι εξήνταδυό βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν’ η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Εχω και το χρυσόν αιτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
«Ηλιε μ’, δεν κρους τ’αποταχύ, μον’ κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου».


Αφήστε μια απάντηση