Μαύρο πουλάκι, πο’ ‘ρχεσαι απο τ’ αντίκρι μέρι,
πες μου τι κλάψες θλιβερές, τι μαύρα μοιρολόγια
απο την Πάργα βγαίνουνε, που τα βουνά ραγίζουν;
Μήνα την πλάκωσε Τουρκιά και πόλεμος την καίει;
-Δεν την επλάκωσε Τουρκιά, πόλεμος δεν την καίει.
Τους Παριανούς επούλησαν σα γίδια, σα γελάδια,
κι όλοι στην ξενιτιά θα παν’ να ζήσουν οι καημένοι.
Τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ’ άσπρα τους στήθια,
μοιρολογούν οι γέροντες με μαύρα μοιρολόγια,
παπάδες με τα δάκρυα γδύνουν τες εκκλησιές τους.
Βλέπεις εκείνη τη φωτιά, μαύρο καπνό που βγάνει;
Εκεί καίγονται κόκαλα, κόκαλα αντρειωμένων,
που την Τουρκιά τρομάξανε και το βεζίρη κάψαν.
Εκεί ‘ναι κόκαλα γονιού, που το παιδί ,τα καίει,
να μην τα βρούν οι Λιάπηδες, Τούρκοι μην τα πατήσουν.
Ακούς το θρήνο τον πολύν, όπου βογγούν τα δάση,
και το δαρμό που γίνεται,τα μαύρα μοιρολόγια;
Είναι που αποχωρίζονται τη δόλια την πατρίδα,
φιλούν τες πέτρες και τη γη κι ασπάζονται το χώμα.
Τρία πούλιά απ’ τη ν Πρέβεζα διαβήκανε στην Πάργα.
Το ‘να κοιτάει την ξενιτιά, τ’ άλλο τον άη Γιαννάκη,
το τρίτο το κατάμαυρο μοιρολογάει και λέει:
-Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε, Τουρκιά σε τριγυρίζει.
Δεν έρχεται για πόλεμο, με προδοσία σε παίρνει.
Βεζίρης δε σ’ ενίκησε με τα πολλά τ’ ασκέρια.
Εφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το παργιανό τουφέκι,
κι οι Λιάπηδες δεν ήθελαν να ‘ρτουν να πολεμήσουν.
Είχε λεβέντες σα θεριά, γυναίκες αντρειωμένες,
πο’ τρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι.
Τ’ άσπρα πουλήσαν το Χριστό, τ’ άσπρα πουλούν και σένα.
Πάρτε, μανάδες, τα παιδιά, παπάδες τους αγίους.
Αστε, λαβάντες, τ’ άρματα κι αφήστε το τουφέκι.
Σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά, όλα σας τα κιβούρια,
και τ’ αντρειωμένα κόκαλα ξεθάψτε του γονιού σας.
Τούρκους δεν επροσκύνησαν, Τούρκοι μην τα πατήσουν.