Μενού

Του Κίτσου η μάνα

Του Κίτσου η μάνα κάθουνταν στην άκρη στο ποτάμι
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
«Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι, γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια,
πο’ ‘χουν οι κλέφτες σύνοδο κι όλοι οι καπεταναίοι».
Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και παν’ να τον κρεμάσουν.
Χίλοι τον παν’ από μπροστά και δυό χιλιάδες πίσω,
κι ολοξοπίσω πάγαινεν η δόλια του η μανούλα.
«Κίτσο μου, πού είναι τ’ άρματα, πού τα ‘χεις τα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;»
«Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα, δεν κλαίς τα νιάτα μου, δεν κλαίς τη λεβεντιά μου,
μον’ κλαίς τα ‘ρημα τ’ άρματα, τα ‘ρημα τα τσαπράζια;»


Αφήστε μια απάντηση