Στο ρημοκλήσι του Δηρού
λειτούργα ο πρωτοσύγκελος,
και τ’ άχραντα μυστήρια
έφερνε στο κεφάλι του,
ψάλλοντας το χερουβικό.
Μα έξαφνα κι ανέλπιστα
Τούρκοι τον περιλάβανε,
κι έλαβε μόνον τον καιρό
και σήκωσε τα χέρια του,
κι είπεκε: «Παντοδύναμε,
δυνάμωσε τους Χριστιανούς,
τύφλωσε τους Αγαρηνούς
τη μέρα τη σημερινή».
Μα οι άντρες όλοι ελείπασι,
ήταν στη Βέργα τ’ Αρμυρού,
όπου Τρωάδα ο πόλεμος
επάηνε δυο μερόνυχτα.
Μόνα τα γυναικόπαιδα
και γέροντες ανώφελοι,
(γιατ’ ήτο θέρος) βρέθεσαν
με τα δρεπάνια στα λουριά.
Καθόλου δε δειλιάσασι,
καθόλου δε τρομάξασι,
μόν έδωκαν την είδηση
στον Κωσταντίνο με πεζόν,
κι εκείνος ως πολέμαρχος
εσύναξ’ όλα τα χωριά.
Γράφει και στέλνει στ’ Αρμυρό,
κι έδραμε κατά το Δηρό.
Βλέπει γυναίκες να χερούν
και τα δρεπάνια να κρατούν,
τους Αραπάδες να χτυπούν.
«Εύγε σας, μεταεύγε σας,
γυναίκες άντρες γίνετε,
σαν ανδρειωμένες μάχεσθε,
σαν Αμαζόνες κρούετε».
Είπε κι εβρυχουμάνισε
σαν το λιοντάρι στα βουνά,
τους Τούρκους κόφτει αψήφιστα.
Τότε τα παλικάρια του
πετάχτησαν σαν τους αιτούς,
κι επιάστηκαν με τους εχτρούς,
χέρια με χέρια ανάκατα.
Τους εκαταποντίσασι
και τους εβάλεσι μπροστά,
σαν να ήσαν γιδοπρόβατα.
Σφάζοντας και σκοτώνοντας
φτάσασι στην ακρογιαλιά,
που μέλισσα ήτον η Τουρκιά.
Τότε σ’ εκείνη τη στιγμή,
αγνάντιαζαν κι επρόφτασαν
τα παλικάρια τ’ Αρμυρού,
όπου τη νίκη φέρνασι.
Πρώτος ήτο κι εμπροστινά
ο γιός του γέρου βασιλιά.
είχε στα πόδια του φτερά,
πού ‘τον ο πρώτος άγωρος.
Ξεγύμνωμένο το σπαθί
εκράτει,και τα μάτια του
σπίκες και φλόγες βγάζασι.
«Εχετε θάρρος» είπεκε
με μια φωνή σαν τη βροντή,
«μη τα φοβήστε τα σκυλιά,
αw είν’ πολλοί κι αμέτρητοι.
Ηταν πολλοί και στ’ Αρμυρό,
κι εμείς τους ενικήσαμεν,
κι όλους τους εξοφλήσαμεν».
Πρόφτασε τότε κι ο αρχηγός,
πρόφτασε κι ο αρχιστράτηγος,
οπού ‘ναι πενταγώστικος στις μάχες,
στα πολιτικά, κι είπε στα παλικάρια του,
κι είπε σ’ όλο το στράτευμα:
«Οσοι πιστοί εμπρός, παιδιά,
σήμερον γεννηθήκαμε,
και θα σωθούμε σήμερον».
Ηνοιξ η μάχη τρομερά,
κι ήτανε ξεσυνέριση
σ’ όλα τα Σπαρτιατόγονα
ποίοι να πάσι μπροστινοί.
Οι Τούρκοι αντισταθήκασι,
‘τι ήσαν στην άκρη του γιαλού.
Μές στο στερνό δειλιάσασι
κι επέφτασι στη θάλασσα,
σαν τα τυφλά τετράποδα,
γιατ’ ήτο θέλημα Θεού
να σακουστεί η παράκληση
τ’ Aγιού πρωτοσύγκελου.