Αδιακόρευτος : (γυναίκα ) που δεν διακορεύτηκε , που διατηρεί άθικτο τον παρθενικό της υμένα , που κατά επέκταση δεν ήλθε σε σεξουαλική επαφή με άντρα .
300+ μοναδικοί Υπολογισμοί - Calculators ● VresKEP.gr ● Πολίτες & ΚΕΠ
admin 23 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αδιακόρευτος : (γυναίκα ) που δεν διακορεύτηκε , που διατηρεί άθικτο τον παρθενικό της υμένα , που κατά επέκταση δεν ήλθε σε σεξουαλική επαφή με άντρα .