Διασπαθίζωadmin 1 Αυγούστου, 2007Ελληνικό ΛεξικόShare Facebook Twitter Google + LinkedIn PinterestΔιασπαθίζω : κατασπαταλώ , ξοδεύω απερίσκεπτα και χωρίς φειδώ300+ μοναδικοί Υπολογισμοί - Calculators ● VresKEP.gr ● Πολίτες & ΚΕΠ2007-08-01adminShare Facebook Twitter Google + LinkedIn Pinterest