Ενασμενίζομαι : καμαρώνω για κάτι (που δεν έχω ή δεν πρέπει).
300+ μοναδικοί Υπολογισμοί - Calculators ● VresKEP.gr ● Πολίτες & ΚΕΠ
admin 2 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Ενασμενίζομαι : καμαρώνω για κάτι (που δεν έχω ή δεν πρέπει).
21 Ιανουαρίου, 2009