Εδραίος : αυτός που χαρακτηρίζεται από απόλυτη σταθερότητα, που δεν είναι δυνατόν να κλονιστεί ή να μετακινηθεί.
Συνέχεια »Εδωδιμοπωλείο
Εδωδιμοπωλείο : εμπορικό κατάστημα στο οποίο πωλούνται τρόφιμα.
Συνέχεια »Εγγράμματος
Εγγράμματος : αυτός που γνωρίζει γράμματα, που έχει μόρφωση.
Συνέχεια »Εγκληματογραφία
Εγκληματογραφία : η περιγραφή και κατάταξη των εγκλημάτων.
Συνέχεια »Εγγραφέας
Εγγραφέας : όργανο που επιτρέπει τη συνεχή ή κατά διαστήματα καταγραφή της πορείας ενός φυσικού μεγέθους.
Συνέχεια »Έγκληση
Έγκληση : η καταγγελία αδικήματος με απαίτηση τιμωρίας του δράστη, μήνυση που υποβάλλεται εκ μέρους του παθόντος ή σχετικού προσώπου για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε εναντίον του ή εναντίον των οικείων του.
Συνέχεια »Εγγύς
Εγγύς : κοντά, σε πολύ μικρή απόσταση.
Συνέχεια »Εγείρω
Εγείρω : σηκώνω κάτι όρθιο, υψώνω.
Συνέχεια »Εγελιανισμός
Εγελιανισμός : το φιλοσοφικό σύστημα του Εγέλου και των συνεχιστών του, που διέπεται από τις αρχές της διαλεκτικής του.
Συνέχεια »Έγια μόλα
Έγια μόλα : επιφών, για να δίνει τον ρυθμό σε κωπηλάτες ή για τον συντονισμό των κινήσεων κατά τη μετακίνηση βαριών αντικειμένων.
Συνέχεια »Εγκάθετος
Εγκάθετος : αυτός που σκόπιμα τοποθετείται κάπου, εκτελώντας πιστά συγκεκριμένες εντολές, συνήθως για την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία πολιτικών προσώπων.
Συνέχεια »Εγκαθίδρυση
Εγκαθίδρυση : η ίδρυση σε συγκεκριμένο τόπο.
Συνέχεια »Εγκαιροφλεγής
Εγκαιροφλεγής : αυτός που αναφλέγεται εύκολα, στην κατάλληλη στιγμή.
Συνέχεια »Εγκαλλώπισμα
Εγκαλλώπισμα : οτιδήποτε για το οποίο μπορεί να κανείς να καμαρώνει, να καυχάται.
Συνέχεια »Εγκαταβίωση
Εγκαταβίωση : γενικά ο τρόπος ζωής, το πως ζει κανείς κάπου, η ζωή σε μονή, το να μανόζει, να ασκητεύει.
Συνέχεια »Εγκατασπείρω
Εγκατασπείρω : σκορπίζω στο χώρο, εκτοξεύω προς όλες τις κατευθύνσεις.
Συνέχεια »