Εγκαταβίωση : γενικά ο τρόπος ζωής, το πως ζει κανείς κάπου, η ζωή σε μονή, το να μανόζει, να ασκητεύει.
Συνέχεια »Εγκατασπείρω
Εγκατασπείρω : σκορπίζω στο χώρο, εκτοξεύω προς όλες τις κατευθύνσεις.
Συνέχεια »Έγκειται
Έγκειται : βρίσκεται, ενυπάρχει.
Συνέχεια »Εγκεφαλοκήλη
Εγκεφαλοκήλη : η πρόπτωση τμήματος του εγκεφάλου από τρύπα του κρανίου (προέρχεται συνήθως από σοβαρό τραύμα).
Συνέχεια »Έγγειος
Έγγειος : αυτός που αναφέρεται στη γη, που συνιστά ακίνητο περιουσιακό στοιχείο ή προέρχεται από αυτό.
Συνέχεια »Έγκλεισμα
Έγκλεισμα : μικροσκοπικό σώμα σε στερεή, υγρή ή αέρια κατάσταση, που εγκλείεται στους κρυστάλλους διαφόρων ορυκτών.
Συνέχεια »Δυσχεραίνω
Δυσχεραίνω : προβάλλω εμπόδια σε (κάτι), διαταράσσω την ομαλή διεξαγωγή του.
Συνέχεια »Δυσχρωματοψία
Δυσχρωματοψία : κάθε διαταραχή της όρασης, που συνδέεται με δυσκολία στη διάκριση ορισμένων χρωμάτων.
Συνέχεια »Δυσχρωμία
Δυσχρωμία : ανωμαλία στη χρωστική του δέρματος.
Συνέχεια »Δυσωδία
Δυσωδία : άσχημη και ανυπόφορη μυρωδιά.
Συνέχεια »Δυσώνυμος
Δυσώνυμος : αυτός που έχει βγάλει κακό όνομα και φήμη, που προκαλεί αποτροπιασμό και στο άκουσμα μόνο του ονόματος του.
Συνέχεια »Δυτικιστής
Δυτικιστής : ο δυτικόφιλος.
Συνέχεια »Δώθε ή εδώθε
Δώθε ή εδώθε : από αυτό το μέρος, από εδώ.
Συνέχεια »Δωσιδικία
Δωσιδικία : η κατά τόπον αρμοδιότητα κάθε δικαστηρίου από τη σκοπιά του διαδίκου ή της επίδικης υποθέσεως.
Συνέχεια »Δωσίλογος
Δωσίλογος : αυτός που υποχρεούται να λογοδοτήσει για τις πράξεις του, για τις παρανομίες που έχει διαπράξει.
Συνέχεια »Εαρινποίηση
Εαρινποίηση : τεχνητή έκθεση νεαρών φυτών ή των σπερμάτων τους σε χαμηλές θερμοκρασίες, με σκοπό την ταχύτερη ανάπτυξη τους και την επιτάχυνση του βιολογικού τους κύκλου.
Συνέχεια »