Εγγύς : κοντά, σε πολύ μικρή απόσταση.
Συνέχεια »Εγγύς
5 Αυγούστου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
5 Αυγούστου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εγγύς : κοντά, σε πολύ μικρή απόσταση.
Συνέχεια »5 Αυγούστου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εγείρω : σηκώνω κάτι όρθιο, υψώνω.
Συνέχεια »5 Αυγούστου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εγελιανισμός : το φιλοσοφικό σύστημα του Εγέλου και των συνεχιστών του, που διέπεται από τις αρχές της διαλεκτικής του.
Συνέχεια »5 Αυγούστου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Έγια μόλα : επιφών, για να δίνει τον ρυθμό σε κωπηλάτες ή για τον συντονισμό των κινήσεων κατά τη μετακίνηση βαριών αντικειμένων.
Συνέχεια »5 Αυγούστου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εγκάθετος : αυτός που σκόπιμα τοποθετείται κάπου, εκτελώντας πιστά συγκεκριμένες εντολές, συνήθως για την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία πολιτικών προσώπων.
Συνέχεια »5 Αυγούστου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εγκαθίδρυση : η ίδρυση σε συγκεκριμένο τόπο.
Συνέχεια »21 Ιουλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εαρινποίηση : τεχνητή έκθεση νεαρών φυτών ή των σπερμάτων τους σε χαμηλές θερμοκρασίες, με σκοπό την ταχύτερη ανάπτυξη τους και την επιτάχυνση του βιολογικού τους κύκλου.
Συνέχεια »21 Ιουλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εαυτοσκοπία : σπάνια οπτική ψευδαίσθηση, κατά την οποία το άτομο νομίζει ότι βλέπει το είδωλο του σώματος του όπως σε καθρέπτη.
Συνέχεια »21 Ιουλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δύστηκτος : αυτός που τήκεται με δυσκολία, που δεν λειώνει εύκολα.
Συνέχεια »21 Ιουλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εβαπορίτης : χημικό ίζημα το οποίο σχηματίζεται μετά την εξάτμιση του διαλυτικού μέσου και την απόθεση διαλυμένων αλάτων, όπως είναι ο γύψος, ο ανυδρίτης ή το ορυκτό άλας.
Συνέχεια »21 Ιουλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δύστηνος : δυστυχής, άτυχος.
Συνέχεια »21 Ιουλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εβενίδες : θάμνοι και δέντρα τροπικών περιοχών με χαρακτηριστικό σκούρο ξύλο.
Συνέχεια »21 Ιουλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δυστοκία : δυσκολία κατά την πορεία του τοκετού.
Συνέχεια »21 Ιουλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εγγαστρίμυθος : το πρόσωπο που μπορεί να μιλά με ελάχιστη ή χωρίς καθόλου κίνηση των χειλιών του, ώστε η φωνή να φαίνεται ότι παράγεται από άλλη πηγή και όχι από τον πραγματικό ομιλούντα.
Συνέχεια »21 Ιουλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δυστονία : νευρολογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από ισχυρούς ακούσιους μυϊκούς σπασμούς, οι οποίοι προκαλούν την επώδυνη καθήλωση του σώματος σε ορισμένη στάση.
Συνέχεια »21 Ιουλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εγγειοβελτιωτικός : αυτός που αποβλέπει στη βελτίωση της γεωργικής εκμετάλλευσης της γης, στην αύξηση της απόδοσης του εδάφους.
Συνέχεια »