Εαρινποίηση : τεχνητή έκθεση νεαρών φυτών ή των σπερμάτων τους σε χαμηλές θερμοκρασίες, με σκοπό την ταχύτερη ανάπτυξη τους και την επιτάχυνση του βιολογικού τους κύκλου.
Συνέχεια »Εαυτοσκοπία
Εαυτοσκοπία : σπάνια οπτική ψευδαίσθηση, κατά την οποία το άτομο νομίζει ότι βλέπει το είδωλο του σώματος του όπως σε καθρέπτη.
Συνέχεια »Δύστηκτος
Δύστηκτος : αυτός που τήκεται με δυσκολία, που δεν λειώνει εύκολα.
Συνέχεια »Εβαπορίτης
Εβαπορίτης : χημικό ίζημα το οποίο σχηματίζεται μετά την εξάτμιση του διαλυτικού μέσου και την απόθεση διαλυμένων αλάτων, όπως είναι ο γύψος, ο ανυδρίτης ή το ορυκτό άλας.
Συνέχεια »Δύστηνος
Δύστηνος : δυστυχής, άτυχος.
Συνέχεια »Εβενίδες
Εβενίδες : θάμνοι και δέντρα τροπικών περιοχών με χαρακτηριστικό σκούρο ξύλο.
Συνέχεια »Δυστοκία
Δυστοκία : δυσκολία κατά την πορεία του τοκετού.
Συνέχεια »Εγγαστρίμυθος
Εγγαστρίμυθος : το πρόσωπο που μπορεί να μιλά με ελάχιστη ή χωρίς καθόλου κίνηση των χειλιών του, ώστε η φωνή να φαίνεται ότι παράγεται από άλλη πηγή και όχι από τον πραγματικό ομιλούντα.
Συνέχεια »Δυστονία
Δυστονία : νευρολογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από ισχυρούς ακούσιους μυϊκούς σπασμούς, οι οποίοι προκαλούν την επώδυνη καθήλωση του σώματος σε ορισμένη στάση.
Συνέχεια »Εγγειοβελτιωτικός
Εγγειοβελτιωτικός : αυτός που αποβλέπει στη βελτίωση της γεωργικής εκμετάλλευσης της γης, στην αύξηση της απόδοσης του εδάφους.
Συνέχεια »Δυσηχαγωγός
Δυσηχαγωγός : αυτός που δεν επιτρέπει το πέρασμα του ήχου από μια επιφάνεια σε άλλη μέσα από τη μάζα του.
Συνέχεια »Δυσθανασία
Δυσθανασία : η παρατεταμένη και επώδυνη επιθανάτια αγωνία, ο αργός και βασανιστικός θάνατος.
Συνέχεια »Δυσθυμία
Δυσθυμία : η κακή ψυχική διάθεση, η έλλειψη κεφιού και όρεξης για ζωή.
Συνέχεια »Δυσιδρωσία
Δυσιδρωσία : η παθολογική κατακράτηση του ιδρώτα μέσα στο δέρμα, που εκδηλώνεται με εξανθήματα της επιδρμίδας.
Συνέχεια »Δυσκρασία
Δυσκρασία : η κακή κράση του οργανισμού, η καχεξία.
Συνέχεια »Δύσληπτος
Δύσληπτος : (τροφή) που λαμβάνεται από το στόμα με δυσκολία.
Συνέχεια »