Δυσήλιος : αυτός που δεν φωτίζεται από τον ήλιο, που δύσκολα τον βλέπει ο ήλιος.
Συνέχεια »Δυσήνιος
Δυσήνιος : αυτός που δύσκολα δέχεται χαλινάρι, αδάμαστος.
Συνέχεια »Δυσηχαγωγός
Δυσηχαγωγός : αυτός που δεν επιτρέπει το πέρασμα του ήχου από μια επιφάνεια σε άλλη μέσα από τη μάζα του.
Συνέχεια »Δυσθανασία
Δυσθανασία : η παρατεταμένη και επώδυνη επιθανάτια αγωνία, ο αργός και βασανιστικός θάνατος.
Συνέχεια »Δυσθυμία
Δυσθυμία : η κακή ψυχική διάθεση, η έλλειψη κεφιού και όρεξης για ζωή.
Συνέχεια »Δυσιδρωσία
Δυσιδρωσία : η παθολογική κατακράτηση του ιδρώτα μέσα στο δέρμα, που εκδηλώνεται με εξανθήματα της επιδρμίδας.
Συνέχεια »Δυσκρασία
Δυσκρασία : η κακή κράση του οργανισμού, η καχεξία.
Συνέχεια »Δύσληπτος
Δύσληπτος : (τροφή) που λαμβάνεται από το στόμα με δυσκολία.
Συνέχεια »Δυσμάς
Δυσμάς : στα δυτικά, προς τη δύση.
Συνέχεια »Δυσμνησία
Δυσμνησία : διαταραχή της μνήμης κατά την οποία το άτομο εμφανίζει δυσκολία να ανακαλέσει συγκεκριμένες αναμνήσεις κατά την επιθυμητή στιγμή.
Συνέχεια »Δυσειδής
Δυσειδής : αυτός που έχει άσχημη μορφή.
Συνέχεια »Δυσοίωνος
Δυσοίωνος : αυτός που προοιωνίζεται κακή έκβαση, που δεν αφήνει περιθώρια για θετικές εξελίξεις.
Συνέχεια »Δυσεκτασία
Δυσεκτασία : διαταραχή κατά τη διάνοιξη του στομίου της ουροδόχου κύστης.
Συνέχεια »Δυσπαρευνία
Δυσπαρευνία : η παθολογική κατάσταση κατά την οποία η συνουσία είναι επώδυνη ή δυσχερής για την γυναίκα λόγω ψυχολογικών ή οργανικών αιτιών.
Συνέχεια »Δρασκελιά
Δρασκελιά : το άνοιγμα των ποδιών κατά τον βηματισμό.
Συνέχεια »Δράττομαι
Δράττομαι : αρπάζω, επωφελούμαι.
Συνέχεια »