Δραχμοσυντήρητος : αυτός που συντηρείται με πενιχρούς οικονομικούς πόρους, που μπορεί να εξασφαλίσει ένα ελάχιστα ανεκτό βιοτικό επίπεδο.
Συνέχεια »Δρεπανοκύτταρο
Δρεπανοκύτταρο : το ερυθρό αιμοσφαίριο, του οποίου το σχήμα έχει παραμορφωθεί τόσο ώστε να μοιάζει με δρεπάνι λόγω ελαττώσεως του οξυγόνου του περιβάλλοντος του.
Συνέχεια »Δρίμες
Δρίμες : οι δαίμονες που κατά τις λαϊκές προλήψεις κάνουν κακό στα ρούχα, στους λουόμενους, τα αμπέλια κ.ά.
Συνέχεια »Δρόγη
Δρόγη : η ζωική ή φυτική πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή φαρμάκων, επίσης, χαρακτηρισμός φαρμάκων.
Συνέχεια »Δρόλαπας
Δρόλαπας : βροχή μαζί με σφοδρό αέρα.
Συνέχεια »Δρουγγάριος – δρουγγάρης
Δρουγγάριος – δρουγγάρης : αξιωματούχος του στρατού, του στόλου ή της δικαιοσύνης.
Συνέχεια »Δρωτσίλα
Δρωτσίλα : η εμφανίση εξανθημάτων στο δέρμα, που οφείλεται στη υπερβολική εφίδρωση κατά τις καλοκαιρινές ζέστες.
Συνέχεια »Δυναμό
Δυναμό : η συσκευή που παράγει συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα και τροφοδοτεί μπαταρίες, όσο και ηλεκτρικές εγκαταστάσεις αυτοκινήτων.
Συνέχεια »Δουλόφρων
Δουλόφρων : αυτός που έχει φρόνημα και τρόπο ζωής δούλου.
Συνέχεια »Δύνη
Δύνη : μονάδα μετρήσεως της δύναμης που ασκείται σε μάζα γραμμαρίου, προκείμενου να μετακινηθεί με επιτάχυνση ένα εκατοστό ανά δευτερόλεπτο.
Συνέχεια »Δούναι
Δούναι : οι συναλλαγές, οι δοσοληψίες.
Συνέχεια »Δυσαισθησία
Δυσαισθησία : η κατάσταση, κατά την οποία από συνηθισμένα ερεθίσματα προκύπτουν δυσάρεστα αισθήματα.
Συνέχεια »Δράγα – ντράγα
Δράγα – ντράγα : το δίχτυ που χρησιμοποιούν οι ψαράδες για να μαζεύουν κοράλλια, σφουγγάρια κ.ά. από το βυθό.
Συνέχεια »Δυσαρθρία
Δυσαρθρία : η διαταραχή της ορθής προφοράς και άρθρωσης των λέξεων, είδος τραυλισμού.
Συνέχεια »Δραγομάνος – δραγουμάνος
Δραγομάνος – δραγουμάνος : ο διερμηνέας ή μεταφραστής στην αυλή του Σουλτάνου, συνήθως μη τουρκικής καταγωγής.
Συνέχεια »Δυσγενεσία
Δυσγενεσία : το φαινόμενο κατά το οποίο από τη διασταύρωση διαφορετικών ειδών γεννιούνται απόγονοι στείροι μεταξύ τους και γόνιμοι με μέλη της πατρικής ή μητρικής γενιάς.
Συνέχεια »