Δυσγενεσία : το φαινόμενο κατά το οποίο από τη διασταύρωση διαφορετικών ειδών γεννιούνται απόγονοι στείροι μεταξύ τους και γόνιμοι με μέλη της πατρικής ή μητρικής γενιάς.
Συνέχεια »Δραγόνος
Δραγόνος : πολεμιστής του ελαφρού ιππικού, ο οποίος μαχόταν και ως στρατιώτης του πεζικού.
Συνέχεια »Δόμος
Δόμος : η οροφή που έχει ημισφαιρικό σχήμα.
Συνέχεια »Δονάκιον
Δονάκιον : μικροσκοπικό και αερόβιο βακτήριο που προκαλεί χολέρα.
Συνέχεια »Δονκιχώτης
Δονκιχώτης : αυτός που δεν έχει αίσθηση της πραγματικότητας και παρασύρεται από ρομαντικές φαντασιοπληξίες, αυτός που αναλίσκεται σε αδιέξοδες, ουτοπικές διεκδικήσεις.
Συνέχεια »Δοριάλωτος
Δοριάλωτος : αυτός που κατακτήθηκε με πόλεμο.
Συνέχεια »Δορίκτητος ή Δρύκτητος
Δορίκτητος ή Δρύκτητος : αυτός που αποτέλεσε λάφυρο πολέμου ή έχει κυριευθεί με πόλεμο.
Συνέχεια »Δοσατζής
Δοσατζής : ο έμπορος που επισκέπτεται πελάτες και πουλάει με δόσεις.
Συνέχεια »Δοκησίσοφος
Δοκησίσοφος : αυτός που θεωρεί τον εαυτό του σοφό, ο κατά φαντασίαν σοφός.
Συνέχεια »Δοσιμετρία
Δοσιμετρία : η μέτρηση με δοσίμετρο της δόσης της ιοντίζουσας ακτινοβολίας που έχει απορροφήσει(κάποια ύλη).
Συνέχεια »Δοκητισμός
Δοκητισμός : χριστιανική αίρεση που βασίζεται στον δυϊσμό, κατά την οποία η ενανθρώπιση του Χριστού ήταν φαινομενική.
Συνέχεια »Δοτικοφανής
Δοτικοφανής : αυτός που θυμίζει τη δοτική πτώση ή που εμφανίζεται σε δοτική πτώση.
Συνέχεια »Δολερός
Δολερός : αυτός που χαρακτηρίζεται από δόλο, που εκφράζει ή χρησιμοποιεί δόλια μέσα, πανούργος.
Συνέχεια »Δουλοκτητικός
Δουλοκτητικός : αυτός που σχετίζεται με το σύστημα της δουλοκτησίας.
Συνέχεια »Δολιχοδρομώ
Δολιχοδρομώ : διανύω μεγάλη απόσταση, καθυστερώ.
Συνέχεια »Δουλοπαροικία
Δουλοπαροικία : το σύστημα κατά το οποίο εκτάσεις γης που άνηκαν σε φεουδάρχη καλλιεργούνταν από δουλοπάροικους.
Συνέχεια »