Δονάκιον : μικροσκοπικό και αερόβιο βακτήριο που προκαλεί χολέρα.
Συνέχεια »Δονκιχώτης
Δονκιχώτης : αυτός που δεν έχει αίσθηση της πραγματικότητας και παρασύρεται από ρομαντικές φαντασιοπληξίες, αυτός που αναλίσκεται σε αδιέξοδες, ουτοπικές διεκδικήσεις.
Συνέχεια »Δοριάλωτος
Δοριάλωτος : αυτός που κατακτήθηκε με πόλεμο.
Συνέχεια »Δορίκτητος ή Δρύκτητος
Δορίκτητος ή Δρύκτητος : αυτός που αποτέλεσε λάφυρο πολέμου ή έχει κυριευθεί με πόλεμο.
Συνέχεια »Δοσατζής
Δοσατζής : ο έμπορος που επισκέπτεται πελάτες και πουλάει με δόσεις.
Συνέχεια »Δοκησίσοφος
Δοκησίσοφος : αυτός που θεωρεί τον εαυτό του σοφό, ο κατά φαντασίαν σοφός.
Συνέχεια »Δοσιμετρία
Δοσιμετρία : η μέτρηση με δοσίμετρο της δόσης της ιοντίζουσας ακτινοβολίας που έχει απορροφήσει(κάποια ύλη).
Συνέχεια »Δισχιδής
Δισχιδής : αυτός που είναι σχισμένος στα δύο, διχαλωτός.
Συνέχεια »Διττογραφία
Διττογραφία : η αντιγραφή συλλαβής, λέξης ή φράσεως δύο φορές από τον αντιγραφέα ενός κειμένου λόγω σφάλματος.
Συνέχεια »Διττός
Διττός : διπλός, αυτός που αποτελείται από δύο μέρη ή είναι δύο ειδών.
Συνέχεια »Διυλίζω
Διυλίζω : περνώ υγρό μέσα από φίλτρο, για να το απαλλάξω από ξένες ουσίες.
Συνέχεια »Δίφορος
Δίφορος : αυτός που καρποφορεί δύο φορές τον χρόνο.
Συνέχεια »Δίφρος
Δίφρος : κάθισμα χωρίς ράχη και βραχίονες.
Συνέχεια »Διχειλικός
Διχειλικός : φθόγγος που παράγεται με τη βοήθεια και των δύο χειλιών.
Συνέχεια »Διχοστασία
Διχοστασία : η διάσταση απόψεων, συμφερόντων.
Συνέχεια »Διωδία
Διωδία : μελωδία που εκτελείται από δύο φωνές, ντουέτο.
Συνέχεια »