Δοτικοφανής : αυτός που θυμίζει τη δοτική πτώση ή που εμφανίζεται σε δοτική πτώση.
Συνέχεια »Δολερός
Δολερός : αυτός που χαρακτηρίζεται από δόλο, που εκφράζει ή χρησιμοποιεί δόλια μέσα, πανούργος.
Συνέχεια »Δουλοκτητικός
Δουλοκτητικός : αυτός που σχετίζεται με το σύστημα της δουλοκτησίας.
Συνέχεια »Δολιχοδρομώ
Δολιχοδρομώ : διανύω μεγάλη απόσταση, καθυστερώ.
Συνέχεια »Δουλοπαροικία
Δουλοπαροικία : το σύστημα κατά το οποίο εκτάσεις γης που άνηκαν σε φεουδάρχη καλλιεργούνταν από δουλοπάροικους.
Συνέχεια »Δολιχοκεφαλία
Δολιχοκεφαλία : η ανάπτυξη του ανθρώπινου κρανίου κατά τρόπον ώστε να είναι πολύ μακρύ σε σχέση με το πλάτος του.
Συνέχεια »Δουλοπρεπής
Δουλοπρεπής : αυτός που επιδεικνύει συμπεριφορά δούλου.
Συνέχεια »Δίφορος
Δίφορος : αυτός που καρποφορεί δύο φορές τον χρόνο.
Συνέχεια »Δίφρος
Δίφρος : κάθισμα χωρίς ράχη και βραχίονες.
Συνέχεια »Διχειλικός
Διχειλικός : φθόγγος που παράγεται με τη βοήθεια και των δύο χειλιών.
Συνέχεια »Διχοστασία
Διχοστασία : η διάσταση απόψεων, συμφερόντων.
Συνέχεια »Διωδία
Διωδία : μελωδία που εκτελείται από δύο φωνές, ντουέτο.
Συνέχεια »Διωστήρας
Διωστήρας : ράβδος που μετατρέπει την παλινδρομική κίνηση σε περιστροφική μεταξύ δύο εξαρτημάτων αρθρωμένων στα άκρα της με παράλληλους άξονες.
Συνέχεια »Δόγα
Δόγα : κυρτή σανίδα βαρελιού.
Συνέχεια »Δισκοπάθεια
Δισκοπάθεια : κάθε πάθηση μεσοσπονδύλιων δίσκων της σπονδυλικής στήλης του ανθρώπου.
Συνέχεια »Δογματίζω
Δογματίζω : αποφαίνομαι με τρόπο που δεν επιδέχεται αντίρρηση.
Συνέχεια »