Δοθιήνας : φλεγμονώδες, πυώδες, εξάνθημα του δέρματος.
Συνέχεια »Δισταυρία
Δισταυρία : σύστημα εκλογής υποψηφίων, κατά το οποίο επιτρέπεται, ανάλογα με την εκλογική περιφέρεια, η σημείωση σταυρού δίπλα στα ονόματα δύο μόνο υποψηφίων στο ψηφοδέλτιο κάθε συνδυασμού.
Συνέχεια »Δοιάκι
Δοιάκι : μοχλός που χρησιμοποιείται για την περιστροφή του πηδαλίου στα πλοία.
Συνέχεια »Δίστηλος
Δίστηλος : αυτός που έχει ή εκτείνεται σε δύο στήλες.
Συνέχεια »Δόκανο
Δόκανο : παγίδα για την σύλληψη θηραμάτων.
Συνέχεια »Διστομίαση
Διστομίαση : λοίμωξη του ανθρώπου και των μηρυκαστικών, την οποία προκαλούν τα παρασιτικά σκουλήκια τα οποία ονομάζονταιδίστομα και που εκδηλώνεται ανάλογα με την περίπτωση με διάρροια, φαγούρα κ.ά.
Συνέχεια »Δισχιδής
Δισχιδής : αυτός που είναι σχισμένος στα δύο, διχαλωτός.
Συνέχεια »Διττογραφία
Διττογραφία : η αντιγραφή συλλαβής, λέξης ή φράσεως δύο φορές από τον αντιγραφέα ενός κειμένου λόγω σφάλματος.
Συνέχεια »Διττός
Διττός : διπλός, αυτός που αποτελείται από δύο μέρη ή είναι δύο ειδών.
Συνέχεια »Διυλίζω
Διυλίζω : περνώ υγρό μέσα από φίλτρο, για να το απαλλάξω από ξένες ουσίες.
Συνέχεια »Δίφορος
Δίφορος : αυτός που καρποφορεί δύο φορές τον χρόνο.
Συνέχεια »Διπλωπία
Διπλωπία : η διαταραχή της όρασης, κατά την οποία ο ασθενής βλέπει τα αντικείμενα διπλά.
Συνέχεια »Δίλημμα
Δίλημμα : συλλογισμός που συνίσταται σε δύο αντιθετικές προτάσεις, από τις οποίες όποια και αν επιλεγεί θα έχει εξίσου θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα.
Συνέχεια »Διποδισμός
Διποδισμός : ο φυσικός βηματισμός του αλόγου, που γίνεται με διαδοχική ανύψωση και στήριξη των διαγώνιων ποδιών του.
Συνέχεια »Διμεταλλισμός
Διμεταλλισμός : νομισματικό σύστημα που ίσχυε μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα και βασιζόταν σε διπλό μεταλλικό νομισματικό κανόνα, δηλαδή στην παράλληλη χρήση χρυσού και αργυρού ως μέσου συναλλαγής.
Συνέχεια »Διπυρίτης
Διπυρίτης : κάτι που ψήθηκε δύο φορές, για να διατηρηθεί περισσότερο.
Συνέχεια »