Διπυρίτης : κάτι που ψήθηκε δύο φορές, για να διατηρηθεί περισσότερο.
Συνέχεια »Διμήνι
Διμήνι : είδος σιταριού που θερίζεται δύο μήνες μετά τη σπορά του.
Συνέχεια »Δισάκι
Δισάκι : δύο μικροί σάκοι από ύφασμα ή δέρμα, ενωμένοι στο επάνω μέρος, για τη μεταφορά ατομικών ειδών.
Συνέχεια »Δίμιτος
Δίμιτος : ύφασμα, υφασμένο με δύο κωστές, που έχει πυκνή ύφανση.
Συνέχεια »Δίσημος
Δίσημος : αυτός που έχει δύο σημασίες.
Συνέχεια »Δίνη
Δίνη : περιστριφική κίνηση νερού ή ανέμου, που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων.
Συνέχεια »Δισκάριο
Δισκάριο : λειτουργικό σκεύος, όπου τοποθετείται ο άγιος άρτος της προσφοράς κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας.
Συνέχεια »Διογκώνω
Διογκώνω : μεγαλώνω, αυξάνω τον όγκο σε κάτι.
Συνέχεια »Διολισθαίνω
Διολισθαίνω : γλιστρώ και ξεφεύγω από την πορεία μου.
Συνέχεια »Διομολόγηση
Διομολόγηση : οι αμοιβαίες συμφωνίες για παροχή προνομίων σε υπηκόους ισχυρών κρατών, που ζουν σε μη αναπττυγμένες χώρες.
Συνέχεια »Διονυσιάζομαι
Διονυσιάζομαι : βακχεύω, οργιάζω, μεθοκοπώ.
Συνέχεια »Διονυσιασμός
Διονυσιασμός : η έξαψη των αισθήσεων που συνοδεύεται από ερωτικό οίστρο, η μανία για απολαύσεις.
Συνέχεια »Διόραμα
Διόραμα : θέαμα κατά το οποίο τα όσα παριστάνονται δίνουν την ψευδαίσθηση του πραγματικού λόγω του κατάλληλου φωτισμού.
Συνέχεια »Διόρυξη
Διόρυξη : η εσκαφή, η διάνοιξη τάφρου, η κατασκευή διώρυγας.
Συνέχεια »Διοσημία
Διοσημία : φυσικό ή καιρικό φαινόμενο, που οι αρχαίοι αντιμετώπιζαν σαν μήνυμα από τους θεούς ή οιωνό που προανήγγελλε το μέλλον.
Συνέχεια »Διπλαρώνω
Διπλαρώνω : πλησιάζω κάποιον με υστερόβουλους σκοπούς.
Συνέχεια »