Δικλίδα : η βαλβίδα που ρυθμίζει την κίνηση υγρού ή αερίου προς μία διεύθυνση, χωρίς να του επιτρέψει να αντιστρέψει πορεία.
Συνέχεια »Δικογραφία
Δικογραφία : το σύνολο των εγγράφων που αναφέρονται στην εκδίκαση μιας υπόθεσης και περιλαμβάνουν το αντίγραφο της αγωγής, τις κατατεθείσες προτάσεις των διαδίκων με τα αποδεικτικά στοιχεία και το σκεπτικό των δύο πλευρών.
Συνέχεια »Δικολάβος
Δικολάβος : πρακτικός δικηγόρος που δεν έχει πτυχίο και μπορεί να δικηγορεί μόνον σε κατώτερα δικαστήρια.
Συνέχεια »Διδακτισμός
Διδακτισμός : η τάση κάποιου να θέλει να διδάξει, να δίνει διδάγματα.
Συνέχεια »Διήθημα
Διήθημα :το καθαρό υγρό που μένει, αφού φιλτάρουμε υγρό μείγμα.
Συνέχεια »Διδαχή
Διδαχή : η διδασκαλία, η προτροπή, που αποβλέπει στη νουθεσία.
Συνέχεια »Διήκω
Διήκω : φθάνω από ένα σημείο σε άλλο.
Συνέχεια »Διδάχος
Διδάχος : αυτός που υποδεικνύει ή διδάσκει τους άλλους, ο δάσκαλος.
Συνέχεια »Διεγκεφαλικός
Διεγκεφαλικός : ένα από τα τμήματα του εγκεφάλου, που περιλαμβάνει τους οπτικούς θαλάμους, την επίφυση, την υπόφυση και τον υποθάλαμο.
Συνέχεια »Διεθνισμός
Διεθνισμός : η θεωρία σύμφωνα με την οποία πρέπει να επιδιώκεται η σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των λαών και η κατάργηση των επιμέρους εθνικών συμφερόντων.
Συνέχεια »Διεκπεραιώνω
Διεκπεραιώνω : περατώνω, ολοκληρώνω εγασία με σειρά ενεργειών.
Συνέχεια »Διένεξη
Διένεξη : έντονη αντιπαράθεση.
Συνέχεια »Διεπίδραση
Διεπίδραση : η αμοιβαία επίδραση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα στοιχεία, πρόσωπα, συστήματα πληροφορικής και χρήστες.
Συνέχεια »Διερμηνέας
Διερμηνέας : ο ειδκός που βοηθάει να επικοινωνήσουν μεταξύ τους άνθρωποι που δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα, μεταφράζοντας τα λεγόμενα του ενός στη γλώσσα του άλλου.
Συνέχεια »Διεστραμμένος
Διεστραμμένος : αυτός που αποκλίνει από ότι θεωρείται ορθό, ηθικό, φυσιολογικό.
Συνέχεια »Διευθέτηση
Διευθέτηση : η τακτοποίηση, η ρύθμιση κάποιου προβλήματος ή θέματος.
Συνέχεια »