Διαπυούμαι : μαζεύω πύον (στην πληγή).
Συνέχεια »Διαμονητήριο
Διαμονητήριο : Η άδεια παραμονής.
Συνέχεια »Διάπυρος
Διάπυρος : Αυτός που έχει κοκκινίσει από την θερμότητα, αυτός που βρίσκεται σε υψηλή θερμοκρασία.
Συνέχεια »Διακορεύω
Διακορεύω : Προκαλώ ρήξη του παρθενικού υμένα, κάνω μια γυναίκα να χάσει την παρθενιά της.
Συνέχεια »Διάκοσμος
Διάκοσμος : Το σύνολο των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για την διακόσμηση ενός χώρου.
Συνέχεια »Διακριτός
Διακριτός : Αυτός που μπορεί να τον διακρίνει κανείς, να γίνει εύκολα αντιληπτός, ευδιάκριτος.
Συνέχεια »Διακυβεύω
Διακυβεύω : Θέτω (κάτι) σε κίνδυνο μπροστά στο αβέβαιο αποτέλεσμα γεγονότος ή επιχειρήματος, τα παίζω όλα για όλα.
Συνέχεια »Διακωμωδώ
Διακωμωδώ : Κάνω (κάποιον, κάτι) να φαίνεται γελοίο(ς), κοροϊδεύω.
Συνέχεια »Διαλαμβάνω
Διαλαμβάνω : Περιλαμβάνω, μιλώ εκτενώς, πραγματεύομαι.
Συνέχεια »Διαλάμπω
Διαλάμπω : Διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
Συνέχεια »Διάζευξη
Διάζευξη : Ο διαχωρισμός ή η διάσπαση προσώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων, που βρίσκονταν προηγουμένως υπό τα δεσμά συγκεκριμένης ενώσεως.
Συνέχεια »Διαλείπω
Διαλείπω : Αυτός που εμφανίζεται περιοδικά, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, που σταματά και διαδοχικά επανέρχεται.
Συνέχεια »Διάζομαι
Διάζομαι : Στήνω το στημόνι στον αργαλειό, πριν αρχίσω την ύφανση.
Συνέχεια »Διαλεύκανση
Διαλεύκανση : Η εξιχνίαση (ζητήματος), η άρση όλων των ασαφειών, των σκοτεινών σημείων του, ώστε να είναι πλέον ξεκάθαρο, διαυγές.
Συνέχεια »Διαθέτης
Διαθέτης : Αυτός που ρυθμίζει με διαθήκη πως θα διατεθεί η περιουσία του.
Συνέχεια »Διάλιθος
Διάλιθος : Αυτός που είναι διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους.
Συνέχεια »