Δημοσιά: Μεγάλος, δημόσιος δρόμος που διασχίζει την ύπαιθρο (όχι πόλεις ή κατοικημένες περιοχές).
Συνέχεια »Δημοσιογραφίσκος
Δημοσιογραφίσκος: Άσημος και ανάξιος λόγου δημοσιογράφος, αυτός που δεν διαθέτει κύρος ανάμεσα στους ομοτέχνους της.
Συνέχεια »Δεσποινάριο
Δεσποινάριο: Μικρό κορίτσι, πολύ νεαρή γυναίκα
Συνέχεια »Δημοσιολογία
Δημοσιολογία: Η επιστημονική μελέτη και ενασχόληση με το δημόσιο δίκαιο και γενικότερα με τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα.
Συνέχεια »Δέστρα
Δέστρα: Σιδερένια στήλη, στερεωμένη στην προκυμαία ή στο κρηπίδωμα του λιμανιού, για να δένονται εκεί τα σχοινιά των πλοίων.
Συνέχεια »Δημοσιονομία
Δημοσιονομία: Ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη συστηματική μελέτη των δημοσίων οικονομικών και συγκεκριμένα με την εξεύρεση τρόπων και μεθόδων για την καλύτερη δυνατή διαχείριση των οικονομικών του κράτους.
Συνέχεια »Δετικά
Δετικά: το χρηματικό ποσό που δίνεται σε βιβλιοδέτη ως αμοιβή για την εργασία του.
Συνέχεια »Δηώνω
Δηώνω: Καταστρέφω και λεηλατώ χώρα, περιοχή (στην οποία έχω εισβάλει), κατοικία κ.λπ.
Συνέχεια »Δευτερεία
Δευτερεία: Το δεύτερο βραβείο σε αγώνα, διαγωνισμό.
Συνέχεια »Διαβάλλω
Διαβάλλω: Διατυπώνω κατηγορίες ανυπόστατες, προσπαθώ να θίξω την υπόληψη (κάποιου) συκοφαντώντας τον.
Συνέχεια »Δευτερονόμιο
Δευτερονόμιο: Το τελευταίο βιβλίο της Πεντατεύχου και το πέμπτο κατά σειρά στο βιβλικό κανόνα, περιλαμβάνει ανακεφαλαίωση και ερμηνεία της διδασκαλίας του Μωυσέως.
Συνέχεια »Διαβατάρης
Διαβατάρης: Διαβάτης
Συνέχεια »Δήγμα
Δήγμα: Δαγκωνιά, δαγκωματιά. Κατ’ επέκταση το τσίμπημα από έντομα.
Συνέχεια »Δηκτικός
Δηκτικός: Αυτός που θίγει, που πειράζει, που προκαλεί λόγω της οξύτητάς του.
Συνέχεια »Δηλοποιώ
Δηλοποιώ: Καθιστώ (κάτι) φανερό, γνωστοποιώ
Συνέχεια »Δήλος
Δήλος: αυτός που φαίνεται, που διακρίνεται, που είναι ορατός.
Συνέχεια »