Δεσποινάριο: Μικρό κορίτσι, πολύ νεαρή γυναίκα
Συνέχεια »Δημοσιολογία
Δημοσιολογία: Η επιστημονική μελέτη και ενασχόληση με το δημόσιο δίκαιο και γενικότερα με τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα.
Συνέχεια »Δέστρα
Δέστρα: Σιδερένια στήλη, στερεωμένη στην προκυμαία ή στο κρηπίδωμα του λιμανιού, για να δένονται εκεί τα σχοινιά των πλοίων.
Συνέχεια »Δημοσιονομία
Δημοσιονομία: Ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη συστηματική μελέτη των δημοσίων οικονομικών και συγκεκριμένα με την εξεύρεση τρόπων και μεθόδων για την καλύτερη δυνατή διαχείριση των οικονομικών του κράτους.
Συνέχεια »Δαψιλής
Δαψιλής: άφθονος, πλουσιοπάροχος.
Συνέχεια »Δεδηλωμένος
Δεδηλωμένος: αυτός που έχει καταστήσει γνωστή, που έχει δηλώσει τη στάση του.
Συνέχεια »Δεκάζω
Δεκάζω: δίνω χρήματα ή δώρα, για να τους εξαγοράσω.
Συνέχεια »Δεκαημερία
Δεκαημερία: το χρονικό διάστημα δέκα ημερών
Συνέχεια »Δεκάκις
Δεκάκις: δέκα φορές.
Συνέχεια »Δεκαρολογώ
Δεκαρολογώ: χρηματίζομαι με αναξιοπρεπή και ανέντιμο τρόπο
Συνέχεια »Δεκάτη
Δεκάτη: το ένα δέκατο εισοδήματος, παραγωγής, προϊόντων ή άλλων αγαθών.
Συνέχεια »Δεκοχτούρα
Δεκοχτούρα: αγριοπερίστερο με χαρακτηριστική κραυγή, που ακούγεται σαν <δεκοχτώ>. Επίσης δεκαοχτούρα.
Συνέχεια »Δελφίνος
Δελφίνος: ηγεμόνας παλαιάς γαλλικής επαρχίας, ο διάδοχος του γαλλικού θρόνου.
Συνέχεια »Δεντρογαλιά
Δεντρογαλιά: διάφορα μικρά φίδια χωρίς δηλητήριο, που αναρριχώνται στα δέντρα
Συνέχεια »Δασονομείο
Δασονομείο :η τοπική δασική αρχή που ελέγχει την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας και υπάγεται υπηρεσιακώς στο δασαρχείο.
Συνέχεια »Δεντρώνω
Δεντρώνω: φυτεύω δέντρα, καλύπτω με δέντρα (μια περιοχή).
Συνέχεια »