Γλίνα: το λίπος κρέας κυρίως χοιρινού , το οποίο με το βρασμό αποβάλλεται ως ζωική , λιπαρή και γλοιώδης ουσία και είτε επικάθεται σε επιφάνειες σκευών είτε κρουστοποιείται καθώς κρυώνει.
Συνέχεια »Γλίνα
31 Οκτωβρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
31 Οκτωβρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γλίνα: το λίπος κρέας κυρίως χοιρινού , το οποίο με το βρασμό αποβάλλεται ως ζωική , λιπαρή και γλοιώδης ουσία και είτε επικάθεται σε επιφάνειες σκευών είτε κρουστοποιείται καθώς κρυώνει.
Συνέχεια »31 Οκτωβρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γόμφος : το καρφί.
Συνέχεια »31 Οκτωβρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γλίσχρος: για χρηματικά ποσά , αυτός που δεν επαρκεί για την κάλυψη των δεδομένων αναγκών . Αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη πολυτέλειας , αφθονίας , από οικονομική στενότητα.
Συνέχεια »31 Οκτωβρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γλοιός: κάθε παχύρρευστη κολλώδης ή γλοιώδης ουσία , η λιπαρή βρομιά που έχει γλοιώδη υφή.
Συνέχεια »11 Οκτωβρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γκορτσιά: η αγριοαχλαδιά.
Συνέχεια »11 Οκτωβρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γκούλας: φαγητό κατσαρόλας ουγγρικής προελεύσεως από χοιρινό ή μοσχαρίσιο κρέας , καρυκευμένο με πάπρικα.
Συνέχεια »11 Οκτωβρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γκρας: οπισθογεμές ντουφέκι παλαιού τύπου . Χρησιμοποιήθηκε από τον ελληνικό στρατό , κυρίως στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου
Συνέχεια »11 Οκτωβρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γκρέκα: διακοσμητικό σχήμα μαιάνδρου.
Συνέχεια »11 Οκτωβρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γκρενά : η κόκκινη απόχρωση του εσωτερικού του ροδιού.
Συνέχεια »11 Οκτωβρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γκρο : ύφασμα από βαρύ μετάξι.
Συνέχεια »11 Οκτωβρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γκέλα : Στο τάβλι, σημαίνει η κακή ζαριά κατά την οποία ο παίκτης φέρνει αριθμούς που αντιστοιχούν σε θέσεις κατειλημμένες από τα πούλια του αντιπάλου .Συχνότερα σημαίνει κάθε είδους αποτυχία ή αναποδιά.
Συνέχεια »11 Οκτωβρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γκροπλάν : η σκηνοθετική τεχνική λήψεως εικόνας από κοντινή απόσταση και εστιάσεως σε λεπτομέρεια ή τμήμα γενικότερου πλάνου.
Συνέχεια »11 Οκτωβρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γκέμι : το χαλινάρι για τη συγκράτηση κα καθοδήγηση του αλόγου.
Συνέχεια »11 Οκτωβρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γκρόσο μόντο: σε γενικές γραμμές , χωρίς αναφορά σε λεπτομέρειες.
Συνέχεια »11 Οκτωβρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γκεσέμι: ο τράγος ή το κριάρι που προπορεύεται και οδηγεί το κοπάδι.
Συνέχεια »11 Οκτωβρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γκροτέσκος: αυτός που προκαλεί την αίσθηση του αλλόκοτου , του εξαιρετικά περίεργου.
Συνέχεια »