Γέτι : Θρυλικό ζώο πολύ μεγάλων διαστάσεων , που πιστεύεται ότι ζει στις υψηλές κορφές των Ιμαλαΐων και έχει τη μορφή πιθήκου ή αρκούδας.
Συνέχεια »Γέτι
1 Αυγούστου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
1 Αυγούστου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γέτι : Θρυλικό ζώο πολύ μεγάλων διαστάσεων , που πιστεύεται ότι ζει στις υψηλές κορφές των Ιμαλαΐων και έχει τη μορφή πιθήκου ή αρκούδας.
Συνέχεια »1 Αυγούστου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γεωγονία : θεωρία ή υπόθεση σχετικά με τη γένεση και τη διαμόρφωση της Γης.
Συνέχεια »1 Αυγούστου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γεωδαισία : κλάδος των εφαρμοσμένων μαθηματικών , που ασχολείται με τη μέτρηση του εμβαδού και του σχήματος μεγάλων εκτάσεων μιας χώρας , τον ακριβή προσδιορισμό των γεωγραφικών συντεταγμένων και την καμπυλότητα , το σχήμα και τις διαστάσεις της γήινης σφαίρας.
Συνέχεια »1 Αυγούστου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γεωειδές : το σχήμα προς το οποίο πλησιάζει περισσότερο η Γη , που δεν είναι απόλυτα σφαιρικό , αλλά μάλλον ελλειψοειδές.
Συνέχεια »1 Αυγούστου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γεωθερμία : το σύνολο των θερμικών φαινομένων , που έχουν ως έδρα τους το εσωτερικό της γης.
Συνέχεια »17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαμέτης : το εξειδικευμένο κύτταρο για την αναπαραγωγή στα πρωτόζωα και τα φυτά.
Συνέχεια »17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γάνα : 1. Η πρασινωπή σκουριά που εμφανίζεται σε σκεύη ή αντικείμενα που δεν έχουν γαλβανιστεί . 2. Η μουντζούρα που δημιουργείται στα σκεύη με τα οποία μαγειρεύουμε πάνω στη φωτιά . 3. Λευκό επίχρισμα που εμφανίζεται πάνω στη γλώσσα …
Συνέχεια »17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαρδέλι : η καρδερίνα.
Συνέχεια »17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαρδούμπα : ορεκτικό που παρασκευάζεται από εντόσθια αμνοεριφίων , τα οποία δένονται σε μικρές πλεξίδες.
Συνέχεια »17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαριάζω : χάνω τη λαμπερή και καθαρή μου όψη , δεν είμαι απόλυτα καθαρός.
Συνέχεια »17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαρμπής : ο νοτιοδυτικός άνεμος, ο λίβας.
Συνέχεια »17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαρμπίλι : χαλίκι που χρησιμοποιείται στις οικοδομές.
Συνέχεια »17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γάρος: 1. Αλατισμένο νερό μέσα στο οποίο διατηρούνται ελιές , ψάρια , λαχανικά κλπ. 2. Επίσης είναι και σάλτσα αποτελούμενη από μικρά ψάρια ή εντόσθια ψαριών , λεμόνι και λάδι. 3. Το λέκιασμα.
Συνέχεια »17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γασμούλος : στην Πελοπόννησο κατά την Φραγκοκρατία έτσι λεγόταν αυτός του οποίου ο ένας γονέας ήταν φραγκικής καταγωγής και ο άλλος ελληνικής.
Συνέχεια »17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαστέρα : η κοιλιακή χώρα .
Συνέχεια »17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαστραλγία : ο πόνος στην κοιλιακή χώρα.
Συνέχεια »