8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βέδες : θρησκευτικά κείμενα που συνετέθηκαν στην Ινδία στη σανσκριτική γλώσσα κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. και περιλαμβάνουν τέσσερεις συλλογές λειτουργικού περιεχομένου και τρία υπομνήματα των συλλογών
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βδέλυγμα : οτιδήποτε προκαλεί αηδία , αποτροπιασμό
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βενεδικτίνος : ο μοναχός του τάγματος του Αγίου Βενεδίκτου
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βεδισμός : η θρησκεία των Ινδών μέχρι την επικράτηση του βραχμανισμού , κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η πίστη και ότι η λύτρωση επιτυγχάνεται δια των έργων και όχι λόγου χάρη μέσω της γνώσεως .
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βδελυγμία : το αίσθημα της ηθικής αποστροφής , της αηδίας
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βενζόη : ρητίνη που εκκρίνουν ορισμένα δέντρα της Α. Ινδίας και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και τη φαρμακευτική
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βεδουίνος : κάθε μέλος των νομαδικών πληθυσμών που περιπλανώνται στις ερήμους της Μέσης Ανατολής και της Β. Αφρικής
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βδελυρός : αυτός που προκαλεί αηδία και αποστροφή
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βένθος : ο βυθός των θαλασσών , των ποταμών και των λιμνών και συνεκδοχικά το σύνολο των ζωικών και φυτικών οργανισμών που ζουν στους βυθούς των θαλασσών , των ποταμών και των λιμνών , σε αντίθεση προς το πλαγκτόν
Συνέχεια »23 Σεπτεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βατεύω : ( για αρσενικό ζώο ) συνευρίσκομαι σεξουαλικά με θηλυκό ζώο .
Συνέχεια »23 Σεπτεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βατίστα : το λεπτό λινό ύφασμα με πυκνή ύφανση .
Συνέχεια »23 Σεπτεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βατσίνα : ο εμβολιασμός κατά της ευλογιάς . Η ουλή που μένει στο σημείο όπου έγινε εμβόλιο ευλογιάς .
Συνέχεια »23 Σεπτεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βατσινιά : η βάτος . Η έκταση που είναι γεμάτη από βάτους .
Συνέχεια »23 Σεπτεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βάτσινο : ο καρπός που παράγει η βάτος , το βατόμουρο .
Συνέχεια »23 Σεπτεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βαρβατεύω : καταλαμβάνομαι από γενετήσια ορμή ( για τα ζώα ) .
Συνέχεια »23 Σεπτεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βατταρίζω : μιλώ έχοντας κακή άρθρωση , τραυλίζω . Μεταφορικά μιλάω σαν μωρό .
Συνέχεια »