Βδέλυγμα : οτιδήποτε προκαλεί αηδία , αποτροπιασμό
Συνέχεια »ΒΕΝΕΔΙΚΤΙΝΟΣ
Βενεδικτίνος : ο μοναχός του τάγματος του Αγίου Βενεδίκτου
Συνέχεια »ΒΕΛΤΙΟΔΟΞΙΑ
Βελτιοδοξία : φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κόσμος , όσο κακός και αν είναι , μπορεί να βελτιωθεί .
Συνέχεια »ΒΔΕΛΥΓΜΙΑ
Βδελυγμία : το αίσθημα της ηθικής αποστροφής , της αηδίας
Συνέχεια »ΒΕΝΖΟΗ
Βενζόη : ρητίνη που εκκρίνουν ορισμένα δέντρα της Α. Ινδίας και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και τη φαρμακευτική
Συνέχεια »ΒΕΛΤΙΩΣΙΜΟΣ
Βελτιώσιμος : αυτός που μπορεί να βελτιωθεί.
Συνέχεια »ΒΔΕΛΥΡΟΣ
Βδελυρός : αυτός που προκαλεί αηδία και αποστροφή
Συνέχεια »ΒΕΝΘΟΣ
Βένθος : ο βυθός των θαλασσών , των ποταμών και των λιμνών και συνεκδοχικά το σύνολο των ζωικών και φυτικών οργανισμών που ζουν στους βυθούς των θαλασσών , των ποταμών και των λιμνών , σε αντίθεση προς το πλαγκτόν
Συνέχεια »ΒΕΛΤΙΩΤΙΚΟΣ
Βελτιωτικός : αυτός που συντελεί στην βελτίωση .
Συνέχεια »ΒΑΣΑΝΟΣ
Βάσανος : η σε βάθος εξέταση στοιχείων με στόχο την εξακρίβωση της αλήθειας ή της αξίας .
Συνέχεια »ΒΑΖΙΒΟΥΖΟΥΚΟΣ
Βαζιβουζούκος : άτακτος τούρκος στρατιώτης , που τρομοκρατούσε με τα εγκλήματα και τις αγριότητές του τους χριστιανικούς πληθυσμούς . Κατά επέκταση , ο άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από αυθαιρεσία και σκληρότητα .
Συνέχεια »ΒΑΣΚΑΝΤΗΡΑ
Βασκαντήρα : το φυλακτό που θεωρείται ότι αποτρέπει τη βασκανία .
Συνέχεια »ΒΑΣΤΑΖΟΣ
Βαστάζος : ο εργάτης ( συχνά ιθαγενής αχθοφόρος σε εξερευνητικές αποστολές ) που μεταφέρει αποσκευές , φορτίο .
Συνέχεια »ΒΑΤΕΥΩ
Βατεύω : ( για αρσενικό ζώο ) συνευρίσκομαι σεξουαλικά με θηλυκό ζώο .
Συνέχεια »ΒΑΤΙΣΤΑ
Βατίστα : το λεπτό λινό ύφασμα με πυκνή ύφανση .
Συνέχεια »ΒΑΤΣΙΝΑ
Βατσίνα : ο εμβολιασμός κατά της ευλογιάς . Η ουλή που μένει στο σημείο όπου έγινε εμβόλιο ευλογιάς .
Συνέχεια »