Αχλύς : η ελαφρά ομίχλη .Μεταφορικά , η κατήφεια του προσώπου .
Συνέχεια »ΑΧΛΥΣ
7 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
7 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αχλύς : η ελαφρά ομίχλη .Μεταφορικά , η κατήφεια του προσώπου .
Συνέχεια »7 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αφερίμ : εύγε , μπράβο , καλώς ( τουρκ. aferim )
Συνέχεια »7 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αφευκτος : αυτόςε που δεν μπορεί να τον αποφύγει κανείς .
Συνέχεια »7 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αφήλιο : το σημείο της ελλειπτικής τροχιάς ενός πλανήτη ( ή κομήτη ) , το οποίο βρίσκεται στη μεγαλύτερη απόσταση από τον ήλιο .
Συνέχεια »7 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αφθορος : αυτός που δεν έχει φθαρεί , που είναι ηθικός αγνός και αμόλυντος .
Συνέχεια »7 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αφιλόκαλος : αυτός που δεν αγαπά το ωραίο , μη καλαίσθητος .
Συνέχεια »7 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αφιλόπονος : αυτός που δεν αγαπά την εργασία .
Συνέχεια »7 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αφιόνι : η παπαρούνα από την οποία παράγεται το όπιο .Μεταφορικά , καθετί το οποίο μπορεί να προκαλέσει πνευματικό λήθαργο , να στερήσει από κάποιον το δικαίωμα να σκέπτεται και να αποφασίζει ελεύθερα .
Συνέχεια »7 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αφλεγής : αυτός που δεν πάιρνει φωτιά , ο άφλεκτος .
Συνέχεια »25 Ιουνίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αυλώνας : η κοιλάδα που μοιάζει με αυλό .
Συνέχεια »25 Ιουνίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αφαλάτωση : η διαδικασία αφαιρέσεως του αλατιού κυρ. θαλασσινό νερό , ώστε να καταστεί πόσιμο.
Συνέχεια »25 Ιουνίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αύτανδρος : ( για καταποντισθέντα σκάφη ) με το σύνολο του πληρώματος ή των επιβατών .
Συνέχεια »25 Ιουνίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αφαρπάζω : αρπάζω με βίαιο και αιφνιδιαστικό τρόπο , αφαιρώντας τα περιθώρια οποιασδήποτε αντιδράσεως .
Συνέχεια »25 Ιουνίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αυτεπάγγελτος : αυτός που διενεργείται με πρωτοβουλία δικαστικής αρχής χωρίς την υποβολή αιτήματος .
Συνέχεια »25 Ιουνίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αφατος : αυτός που δεν μπορεί να ειπωθεί , να εκφραστεί με λόγια .
Συνέχεια »25 Ιουνίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αυτεπίγνωση : η επίγνωση των χαρακτηριστικών ιδιοτήτων της προσωπικότητάς μας , η εις βάθος γνώση του εαυτού μας , η αυτογνωσία .
Συνέχεια »