Ελατόπισσα : το ρετσίνι του ελάτου, που χρησιμοποιείται στις βρογχικές παθήσεις.
Συνέχεια »Ελαύνω
Ελαύνω : θέτω σε κίνηση, οδηγώ.
Συνέχεια »Ελεεινολογώ
Ελεεινολογώ : θεωρώ ή χαρακτηρίζω άξιο λύπησης.
Συνέχεια »Ελίτ
Ελίτ : το καλύτερο (κοινωνικά ή οικονομικά ή πνευματικά) τμήμα ενός κοινωνικού συνόλου.
Συνέχεια »Ελλόγιμος
Ελλόγιμος : αυτός που διαπρέπει στα γράμματα, λόγιος, σοφός, επίσης για όσους έχουν ακαδημαϊκό τίτλο που δηλώνει διάκριση σε κάποιον τομέα.
Συνέχεια »Εκπονώ
Εκπονώ : ασχολούμαι συστηματικά και με ιδιαίτερη φροντίδα με τη παραγωγή έργου.
Συνέχεια »Έλλογος
Έλλογος : αυτός που είναι σύμφωνος με τη λογική.
Συνέχεια »Εκπορθώ
Εκπορθώ : κυριεύω οχυρωμένη πόλη ύστερα από πολιορκία ή μάχη.
Συνέχεια »Ελμινθίαση
Ελμινθίαση : ασθένεια που προκαλείται από παρασιτικούς σκώληκες στο έντερο.
Συνέχεια »Εκπώμαστρο
Εκπώμαστρο : το εργαλείο με το οποίο γίνεται η αφαίρεση πώματος.
Συνέχεια »Ελόγου
Ελόγου : αντί για τις αντωνυμίες εγώ, εσύ, αυτός κ.λπ.
Συνέχεια »Έκρυθμος
Έκρυθμος : αυτός που βρίσκεται στα πρόθυρα έκρηξης, που πρόκειται από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάσει.
Συνέχεια »Έλυτρο
Έλυτρο : μέρος ή σχηματισμός που περικλείεται στενά από μεμβράνη.
Συνέχεια »Εκτάδην
Εκτάδην : σε ξαπλωτή στάση, φαρδιά – πλατιά.
Συνέχεια »Εκτομίας
Εκτομίας : αυτός που έχει υποστεί ευνουχισμό.
Συνέχεια »Εκτόπλασμα
Εκτόπλασμα : η ουσία, υποτίθεται ότι εκπέμπεται από το σώμα κάποιων “μέντιουμ”, όταν αυτά βρίσκονται σε ύπνωση, κατά τη διάρκεια πνευματιστικής συγκέντρωσης και από την οποία θεωρείται ότι σχηματίζονται είδωλα.
Συνέχεια »