Ασύγγνωστος : αυτός που δεν μπορεί να συγχωρεθεί , ο ασυγχώρητος .
Συνέχεια »ΑΣΥΔΟΣΙΑ
Ασυδοσία : η ελευθερία δράσεως και κινήσεων χωρίς κανένα μέτρο , χωρίς περιορισμούς και έλεγχο , η αυθαίρετη και ανεξέλεγκτη δράση .
Συνέχεια »ΑΣΥΜΒΑΤΟΣ
Ασύμβατος : αυτός που δεν μπορεί να υπάρξει παράλληλα με κάποιον άλλο , που δεν μπορεί να συνυπάρξει .
Συνέχεια »ΑΣΩΜΑΤΟΣ
Ασώματος : αυτός που δεν έχει κορμό .
Συνέχεια »ΑΤΑΣΘΑΛΙΑ
Ατασθαλία : η έλλειψη τάξεως , η ακαταστασία . Η παραβίαση της ηθικής τάξης , του καθήκοντος .
Συνέχεια »ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ
Αρχονταρίκι : δωμάτιο σε μοναστήρι , που προορίζεται για την υποδοχή και την περιποίηση επισκεπτών .
Συνέχεια »ΑΣΠΕΡΜΙΑ
Ασπερμία : η απουσία σπόρων στους καρπούς των φυτών .
Συνέχεια »ΑΡΩΓΗ
Αρωγή : η βοήθεια , οτιδήποτε αποτελεί βοήθεια .
Συνέχεια »ΑΣΤΑΡΙ
Αστάρι : το ύφασμα που ράβεται στο εσωτερικό μέρος του ενδύματος , φόδρα. Επίσης η πρώτη επίστρωση χρωματισμού σε επιφάνεια .
Συνέχεια »ΑΡΩΜΟΥΝΟΙ
Αρωμούνοι : οι Βλάχοι.
Συνέχεια »ΑΣΤΕΪΖΟΜΑΙ
Αστεΐζομαι : κάνω αστεία, αστειεύομαι .
Συνέχεια »ΑΣΒΕΣΤΟΚΟΝΙΑΜΑ
Ασβεστοκονίαμα : μείγμα από ασβέστη , άμμο και νερό , σε αναλογία 1προς 2 ή 3 , που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως συνδετικό υλικό και για την επίχριση των επιφανειών των τοίχων ( σοβάτισμα).
Συνέχεια »ΑΣΒΟΛΗ
Ασβόλη : η μαύρη σκόνη από καπνό φωτιάς ,που επικάθεται στην καπνοδόχο , τους τοίχους , τα μαγειρικά σκεύη .
Συνέχεια »ΑΣΕΛΗΝΟΣ
Ασέληνος: αυτός που δεν φωτίζεται από το φως της σελήνης .
Συνέχεια »ΑΣΗΠΤΟΣ
Ασηπτος : αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σαπίσει .Στην ιατρική είναι αυτός που έχει αποστειρωθεί ή απολυμανθεί , έτσι ώστε να μην υφίσταται κίνδυνος μολύνσεως .
Συνέχεια »ΑΣΗΨΙΑ
Ασηψία : η μη ύπαρξη σήψεως .
Συνέχεια »