Αστραχάν : μαύρη ή γκρίζα γούνα με σγουρό τρίχωμα , φτειαγμένη από το δέρμα νεογέννητων προβάτων καρακούλ . Χρησιμοποιείται κυρίως για παλτά και καπέλα .
Συνέχεια »ΑΣΤΡΙΝΟΣ
Αστρινος : αυτός που προέρχεται ή σχηματίζεται από τα αστέρια .
Συνέχεια »ΑΣΤΡΙΤΗΣ
Αστρίτης : το φίδι έχιδνα ( οχιά ).
Συνέχεια »ΑΣΤΥΪΑΤΡΟΣ – ΑΣΤΙΑΤΡΟΣ
Αστυΐατρος – Αστίατρος : κρατικός γιατρός που ελέγχει την τήρηση των όρων υγιεινής στους δημόσιους χώρους , όπως σε καταστήματα , εστιατόρια .
Συνέχεια »ΑΣΥΓΓΝΩΣΤΟΣ
Ασύγγνωστος : αυτός που δεν μπορεί να συγχωρεθεί , ο ασυγχώρητος .
Συνέχεια »ΑΣΚΙΑΧΤΟΣ
Ασκιαχτος : αυτός που δεν σκιάζεται , που δεν τρομάζει ποτέ .
Συνέχεια »ΑΣΚΟΕΙΔΗΣ
Ασκοειδής : αυτός που μοιάζει με ασκό.
Συνέχεια »ΑΣΛΑΝΙ
Ασλάνι : το λιοντάρι . Μεταφορικά , είναι ο ρωμαλέος και δυνατός άνθρωπος σαν το λιοντάρι .
Συνέχεια »ΑΡΧΗΓΙΔΑ
Αρχηγίδα : το σκάφος στο οποίο επιβαίνει ο αρχηγός του στόλου ( ναυαρχίδα).
Συνέχεια »ΑΣΠΑΛΑΚΑΣ
Ασπάλακας : ο τυφλοπόντικας . Μεταφορικά , λέμε κάποιον που δεν μπορεί να δει , που δεν έχει οξυδέρκεια , που βρίσκεται σε πνευματικό σκοτάδι .
Συνέχεια »ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ
Αρχονταρίκι : δωμάτιο σε μοναστήρι , που προορίζεται για την υποδοχή και την περιποίηση επισκεπτών .
Συνέχεια »ΑΣΠΕΡΜΙΑ
Ασπερμία : η απουσία σπόρων στους καρπούς των φυτών .
Συνέχεια »ΑΡΩΓΗ
Αρωγή : η βοήθεια , οτιδήποτε αποτελεί βοήθεια .
Συνέχεια »ΑΣΤΑΡΙ
Αστάρι : το ύφασμα που ράβεται στο εσωτερικό μέρος του ενδύματος , φόδρα. Επίσης η πρώτη επίστρωση χρωματισμού σε επιφάνεια .
Συνέχεια »ΑΡΩΜΟΥΝΟΙ
Αρωμούνοι : οι Βλάχοι.
Συνέχεια »ΑΣΤΕΪΖΟΜΑΙ
Αστεΐζομαι : κάνω αστεία, αστειεύομαι .
Συνέχεια »