Εκπονώ : ασχολούμαι συστηματικά και με ιδιαίτερη φροντίδα με τη παραγωγή έργου.
Συνέχεια »Έλλογος
Έλλογος : αυτός που είναι σύμφωνος με τη λογική.
Συνέχεια »Εκπορθώ
Εκπορθώ : κυριεύω οχυρωμένη πόλη ύστερα από πολιορκία ή μάχη.
Συνέχεια »Ελμινθίαση
Ελμινθίαση : ασθένεια που προκαλείται από παρασιτικούς σκώληκες στο έντερο.
Συνέχεια »Εκθεσάς
Εκθεσάς : ο φιλόλογος καθηγητής, που στα πλαίσια της φροντιστηριακής, εξωσχολικής εκπαίδευσης διδάσκει το μάθημα της έκθεσης.
Συνέχεια »Εκθηλύνω
Εκθηλύνω : προσδίδω (σε κάποιον) χαρακτηριστικά (εμφάνισης ή συμπεριφοράς) που θεωρούνται γυναικεία, κάνω (κάποιον) θηλυπρεπή.
Συνέχεια »Εκκαλώ
Εκκαλώ : εφεσιβάλλω κατά δικαστικής αποφάσεως, ασκώ έφεση.
Συνέχεια »Έκκαυμα
Έκκαυμα : κομμάτι ξύλου που χρησιμοποιείται ως προσάναμμα.
Συνέχεια »Εκκλητεύω
Εκκλητεύω : προσάγω (μάρτυρα) στο δικαστήριο δια της βίας.
Συνέχεια »Εκκοκκίζω
Εκκοκκίζω : ξεχωρίζω το σπέρμα (φυτού) από τις ύλες που το περιβάλλουν (μαζεύω τους σπόρους).
Συνέχεια »Εκκόλπωμα
Εκκόλπωμα : κάθε μη φυσιολογική κοιλότητα που μοιάζει με σάκο και η οποία επικοινωνεί με κάποιο κοίλο όργανο.
Συνέχεια »Έκκρουση
Έκκρουση : η αποβολή (σίγηση) φωνήεντος κατά τη συνάντηση δύο φωνηέντων μέσα στη φράση, στο τέλος μιας λέξης και στην αρχή μιας άλλης, όπου το ισχυρό φωνήεν αποβάλλει ασθενές ή ασθενέστερο φωνήεν.
Συνέχεια »Εκκύκλημα
Εκκύκλημα : σκηνικό μηχάνημα, ξύλινο τροχοφόρο δάπεδο, πάνω στο οποίο παρουσιάζονταν στη σκηνή τα αποτελέσματα ορισμένων πράξεων, που θεωρείτο ασεβές να διαδραματισθούν ενώπιον των θεατών.
Συνέχεια »Εκλαμψία
Εκλαμψία : η παθολογική διατάραξη της εγκυμοσύνης των γυναικών, που εκδηλώνεται με σπασμούς και κώμα.
Συνέχεια »Έκδοτος
Έκδοτος : αυτός που έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά στις απολαύσεις, στην ικανοποίηση των αισθήσεων ή των παθών του.
Συνέχεια »Έκλυτος
Έκλυτος : αυτός που δεν σέβεται τους ηθικούς κανόνες και δεν χαλιναγωγεί τα πάθη του, ο ανήθικος.
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο