Ακαταίσχυντος : αυτός που δεν έχει ντροπιαστεί .
Συνέχεια »ΑΙΝΟΣ
Αίνος : ο λόγος που αποδίδει τίμή , δόξα , συνήθως στον Θεό .
Συνέχεια »ΑΘΩΝΙΤΗΣ
Αθωνίτης : αυτός που διαμένει στον Άθω , ο μοναχός του Αγίου όρους .
Συνέχεια »ΑΙΣΘΑΝΤΙΚΟΣ
Αισθαντικός : αυτός που χαρακτηρίζεται από λεπτότητα και ευαισθησία στον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνει τα συναισθήματά του .Αυτός που γίνεται αντιληπτός από όσους διαθέτουν ευαισθησία , που αποπνέει μια αίσθηση λεπτότητας και διακριτικής ευαισθησίας .
Συνέχεια »ΑΘΥΡΟΣΤΟΜΟΣ
Αθυρόστομος : αυτός που εκφράζεται χρησιμοποιώντας βωμολοχίες.
Συνέχεια »ΑΙΔΗΜΟΣΥΝΗ
Αιδημοσύνη : η στάση και η ιδιότητα ανθρώπου που συμπεριφέρεται με αυτοσυγκράτηση και αξιοπρέπεια , φροντίζοντας να μην προσβάλλει τους άλλους , να μην παρεκτρέπεται παραβαίνοντας τις κοινωνικές και ηθικές επιταγές .
Συνέχεια »ΑΘΥΡΜΑ
Άθυρμα : αυτό με το οποίο παίζει κανείς , το παιχνίδι . Μεταφορικά ο άνθρωπος που χρησιμοποιείται σαν παιχνίδι στα χέρια των άλλων , που άγεται και φέρεται , που δεν διαθέτει δική του βούληση .
Συνέχεια »ΑΙΜΑΣΙΑ
Αιμασιά : η περίφραξη ανοικοδόμητου χώρου , αποτελούμενη κυρίως από λίθους χωρίς συγκολλητικό αρμό και ασβέστη . Γενικότερα οποιαδήποτε μορφή περίφραξης χώρου , χτιστή ή φυσικά διαμορφωμένη , λ.χ. από θάμνους ή κλαδιά .
Συνέχεια »ΑΗΔΗΣ
Αηδής : δυσάρεστος στις αισθήσεις , που προκαλεί έντονη αποστροφή , απέχθεια .
Συνέχεια »ΑΕΡΟΛΥΜΑ
Το αεροζόλ.
Συνέχεια »ΑΕΡΟΠΑΝΟ
Το πανό το οποίο αναρτάται σε ψηλό σημείο λ.χ. σε γέφυρες , κτήρια , δρόμους.
Συνέχεια »ΑΙΜΟΣΤΑΓΗΣ
Αιμοσταγής : αυτός που στάζει αίμα . Μεταφορικά , αυτός που έχει βίαια ένστικτα και διαθέσεις , που συμπεριφέρεται απάνθρωπα ή εγκληματικά χωρίς ενοχές ή αναστολές .
Συνέχεια »ΑΖΩΙΚΟΣ
Αζωικός : αυτός που δε φέρει ίχνη ζωής . Αζωικός αιώνας είναι η γεωλογική περίοδος , κατά την οποία δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα η ζωή πάνω στην επιφάνεια της γης .
Συνέχεια »ΑΗΘΗΣ
Αήθης : Αυτός που στερείται ήθους .
Συνέχεια »ΑΘΡΕΨΙΑ
Αθρεψία : η ανεπαρκής λήψη τροφής , υποσιτισμός . Στην ιατρική είναι βαριά η μορφή της βρεφικής δυστροφίας .
Συνέχεια »ΑΘΡΟΟΣ
Αθρόος : αυτός που εμφανίζεται κατά σωρούς , σε αφθονία .
Συνέχεια »