Αίνος : ο λόγος που αποδίδει τίμή , δόξα , συνήθως στον Θεό .
Συνέχεια »ΑΙΝΟΣ
11 Νοεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
11 Νοεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αίνος : ο λόγος που αποδίδει τίμή , δόξα , συνήθως στον Θεό .
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αθωνίτης : αυτός που διαμένει στον Άθω , ο μοναχός του Αγίου όρους .
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αισθαντικός : αυτός που χαρακτηρίζεται από λεπτότητα και ευαισθησία στον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνει τα συναισθήματά του .Αυτός που γίνεται αντιληπτός από όσους διαθέτουν ευαισθησία , που αποπνέει μια αίσθηση λεπτότητας και διακριτικής ευαισθησίας .
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αθυρόστομος : αυτός που εκφράζεται χρησιμοποιώντας βωμολοχίες.
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αείφυλλος : αυτός που διατηρεί πάντοτε το φύλλωμά του .
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αεράγημα : το στρατιωτικό άγημα που μεταφέρεται με αεροπλάνο ή ελικόπτερο .
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αεράκατος : σκάφος μικρού βυθίσματος που προωθείται με έλικα και διευθύνεται με πηδάλιο αεροσκάφους .
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αεργία : το να μην εργάζεται κανείς με προσωπική του επιλογή ( κυρίως από τεμπελιά ).
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αεριόφως : το φως που παράγεται από φωταέριο .
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αεροβάμων : αυτός που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας .
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αδολεσχία : η υπερβολική σε μάκρος , φλύαρη και κουραστική ομιλία .
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αερόβιος : αυτός που χρειάζεται οξυγόνο για να υπάρξει ή να συντελεστεί .
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αδράχνω : αρπάζω …Αδραξε την ευκαιρία : δεν άφησε την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη .
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αερόγαμος : φυτό του οποίου η επικονίαση γίνεται από τη γύρη που μεταφέρει ο αέρας .
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αδράχτι : το μεταλλικό ή ξύλινο κυλινδρικό εργαλείο για το γνέσιμο υφαντικού υλικού .
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αερόγραμμα : η επιστολή της οποίας ο φάκελος θεωρείται το ίδιο χαρτί το οποίο είναι γραμμένη , εφόσον διπλωθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε στην εξωτερική πλευρά να αναγραφούν τα στοιχεία του αποστολέα και του παραλήπτη και να επικολληθεί το γραμματόσημο …
Συνέχεια »