Αγυιά : ο στενός δρόμος , το σοκάκι .
Συνέχεια »ΑΓΥΙΑ
3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αγυιά : ο στενός δρόμος , το σοκάκι .
Συνέχεια »3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αγνάντιο : θέα από μακριά , αγνάντεμα … Το ύψωμα από όπου παρατηρεί κανείς τη γύρω περιοχή .
Συνέχεια »3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αυτός που ξεγελά και εξαπατά τους άλλους . Πρόσωπο το οποίο επικαλείται ιατρικές γνώσεις ή ικανότητες που δεν έχει .
Συνέχεια »3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αυτός που δεν γνέστηκε , που δεν έγινε κλωστή .
Συνέχεια »3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αυτός που μάχεται από κοντά , σώμα με σώμα ή ο κατάλληλος για μάχες από πολύ κοντινή απόσταση .
Συνέχεια »3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι είναι αδύνατη η γνώση της αλήθειας και αρνείται κάθε βεβαιότητα .
Συνέχεια »3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αγόγγυστα : χωρίς διαμαρτυρία , με καρτερία και υπομονή .
Συνέχεια »3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Ψυχική διαταραχή που εκδηλώνεται με αδικαιολόγητο φόβο και άγχος του ατόμου , όταν βρεθεί σε πολυπληθείς χώρους .
Συνέχεια »3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Προσβλητική , βέβηλη πράξη . Κατά επέκταση , πράξη που αντιβαίνει σε αρχές και αξίες , που θεωρούνται ιερές και απαραβίαστες .
Συνέχεια »3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Ο δρόμος που οδηγεί κάπου .
Συνέχεια »3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Το κυνήγι ή ψάρεμα . Μεταφορικά σημαίνει , επιδίωξη , επίμονη αναζήτηση .
Συνέχεια »3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Προσωρινή διακοπή της καλλιέργειας αγρού , με σκοπό την ανάκτηση της παραγωγικότητάς του .
Συνέχεια »3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Το κυνήγι , η αναζήτηση θηράματος ή θύματος . Σαν ναυτικός όρος , η αναζήτηση και ανέλκυση αντικειμένου από τον βυθό της θάλλασας .
Συνέχεια »3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Ο αγριμοκυνηγός , ο κυνηγός που κυνηγά άγρια ζώα , αγρίμια .
Συνέχεια »3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αυτός που ζει στους αγρούς .
Συνέχεια »3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Γεωργός που καλλιεργεί μισθωμένο κτήμα και καταβάλλει ως ενοίκιο ορισμένο ποσοστό της παραγωγής .
Συνέχεια »