Αγιογδύτης = Ο κλέφτης ιερών αντικειμένων . Μετεφορικά ..ο αδίστακτος κερδοσκόπος .
Συνέχεια »ΑΓΙΟΚΕΡΙ
Αγιοκέρι = Λαμπάδα ναού από καθαρό κερί μελισσών . Είδος φυτού .
Συνέχεια »ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ
Βιβλίο με διηγήσεις για τη ζωή και τη δράση των αγίων της εκκλησίας .
Συνέχεια »ΑΓΙΩΝΥΜΙΟ
Αγιωνύμιο = ονομασία προσώπου ή τόπου , που προέρχεται από όνομα αγίου .
Συνέχεια »ΑΓΑΝΤΑ
Αγάντα = πάσσαλος ή κρίκος προσδέσεως σκαφών .Στήριγμα για να κρατηθεί κανείς ή να μπορέσει να σπρώξει .Την λέξη τη χρησιμοποιούμε και σαν προσταγή : αγάντα ! ( βαστήξου ).
Συνέχεια »ΑΓΚΙΤΑΤΟΡΑΣ
Αγκιτάτορας = αυτός που με λόγους , συνθήματα , καταγγελίες κλπ. ξεσηκώνει και κινητοποιεί τις μάζες να αναλάβουν δράση για τη διεκδίκηση πολιτικών ή κοινωνικών αιτημάτων .
Συνέχεια »ΑΓΑΝΩΤΟΣ
Αυτός που δεν έχει επάλειψη κασσίτερου . Μεταφορικά ..αυτός που στερείται πνευματικής καλλιέργειας ή κοινωνικής αγωγής .
Συνέχεια »ΑΓΚΛΙΑ
Αγκλιά = Ο κουβάς.
Συνέχεια »ΑΓΑΣΤΟΣ
Αγαστός = Θαυμαστός , άξιος θαυμασμού .
Συνέχεια »ΑΓΚΟΥΣΑ
Αγκούσα = η δυσκολία αναπνοής , η δυσφορία λόγω ανεπάρκειας αέρα κατά την αναπνοή , κοπώσεως , πολυφαγίας , αρρώστιας κλπ… Ο ανεπαρκής ή μολυσμένος αέρας σε έναν χώρο , η αποπνικτική ατμόσφαιρα ( κυρίως σε ορυχεία και σε κλειστούς …
Συνέχεια »ΑΓΓΕΛΙΟΣΗΜΟ
Το ποσοστιαίο τέλος που επιβάλλεται με ειδικό ένσημο στο τίμημα κάθε διαφήμισης ή δημοσιεύματος που καταχωρίζεται ” επί πληρωμή ” στον ημερήσιο ή περιδικό τύπο , καθώς και σε κάθε διαφήμιση που γίνεται από το ραδιο-τηλεοπτικό δίκτυο ..
Συνέχεια »ΑΓΚΩΝΗ
Αγκωνή = η γωνία . Κάθε γωνιά του σπιτιού , απόμερη θέση .
Συνέχεια »ΑΓΓΕΛΜΑ
Η μεταδιδόμενη είδηση .
Συνέχεια »ΑΓΓΛΙΣΜΟΣ
Αγγλισμός = 1.Κάθε γλωσσική ιδιαιτερότητα της αγγλικής γλώσσας ( ιδιωματισμοί , εκφράσεις ..) . – 2.Κάθε λέξη , φράση ή γλωσσική δομή που εμφανίζεται ως δάνειο και λειτουργεί ως πρότυπο σχηματισμού ανάλογων γλωσσικών δομών σε άλλες γλώσσες .- 3. Γενικότερα …
Συνέχεια »ΑΓΕΛΑΙΟΣ
Αγελαίος = Αυτός που ζει σε κοπάδι . Μεταφορικά αυτός που χαρακτηρίζεται από τη συμπεριφορά κοπαδιού , από αστάθεια και μαζικότητα.
Συνέχεια »ΑΓΕΛΗΔΟΝ
Αγεληδόν = Με τρόπο που θυμίζει ή χαρακτηρίζει αγέλη . Κατά μεγάλες ομάδες , μαζικά .
Συνέχεια »