Έκδοχο : κάθε φαρμακολογικά αδρανής ουσία, που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με φάρμακο για επίτευξη επιθυμητού όγκου, πυκνότητας, σύστασης.
Συνέχεια »Εκμαυλίζω
Εκμαυλίζω : παρασύρω στη διαφθορά.
Συνέχεια »Εκείθε
Εκείθε : προς τα εκεί.
Συνέχεια »Εκποδών
Εκποδών : έξω από τα πόδια των άλλων, μακριά από τους άλλους.
Συνέχεια »Εκεχειρία
Εκεχειρία : η αναστολή των εχθροπραξιών για συγκεκριμένη χρονική περίοδο βάσει αμοιβαίας συμφωνίας των εμπόλεμων μερών.
Συνέχεια »Εκζήτηση
Εκζήτηση : η επιδίωξη της διαφοροποίησης, η σκόπιμη και επίμονη επιλογή ακραίων μορφών εκφράσεως.
Συνέχεια »Εκθεσάς
Εκθεσάς : ο φιλόλογος καθηγητής, που στα πλαίσια της φροντιστηριακής, εξωσχολικής εκπαίδευσης διδάσκει το μάθημα της έκθεσης.
Συνέχεια »Εκθηλύνω
Εκθηλύνω : προσδίδω (σε κάποιον) χαρακτηριστικά (εμφάνισης ή συμπεριφοράς) που θεωρούνται γυναικεία, κάνω (κάποιον) θηλυπρεπή.
Συνέχεια »Εκατονταρχία
Εκατονταρχία : το αξίωμα και η θητεία του εκατοντάρχου.
Συνέχεια »Εκβάλλω
Εκβάλλω : ωθώ προς τα έξω, βγάζω έξω.
Συνέχεια »Εκβράζω
Εκβράζω : ωθώ προς τα έξω με την άνωση, με υπόγεια ρεύματα ή παλίρροια, βγάζω στην ξηρά.
Συνέχεια »Εκβραχισμός
Εκβραχισμός : η απόσπαση και απομάκρυνση ή σύνθλιψη και διάλυση των βράχων.
Συνέχεια »Ειρωνεία
Ειρωνεία : η χρήση του λόγου κατά τέτοιον τρόπο, ώστε το αποδιδόμενο νόημα να αντιτίθεται στο κυριολεκτικό.
Συνέχεια »Εκγλύφανο
Εκγλύφανο : περιστροφικό κοπτικό εξάρτημα από χάλυβα με ενσωματωμένη πρόσθετη οδόντωση, που σχηματίζει κοπτικές ακμές συμμετρικά γύρω από τον άξονα περιστροφής του και χρησιμοποιείται στην κατεργασία επιφανειών.
Συνέχεια »Εισδοχή
Εισδοχή : η αποδοχή (μέλου) ως ισοτίμου, η ένταξη του και η αναγνώριση όλων των δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν.
Συνέχεια »Εκδέρω
Εκδέρω : αφαιρώ το δέρμα ή το φλοιό.
Συνέχεια »