Εκκαλώ : εφεσιβάλλω κατά δικαστικής αποφάσεως, ασκώ έφεση.
Συνέχεια »Έκκαυμα
Έκκαυμα : κομμάτι ξύλου που χρησιμοποιείται ως προσάναμμα.
Συνέχεια »Εκκλητεύω
Εκκλητεύω : προσάγω (μάρτυρα) στο δικαστήριο δια της βίας.
Συνέχεια »Εκκοκκίζω
Εκκοκκίζω : ξεχωρίζω το σπέρμα (φυτού) από τις ύλες που το περιβάλλουν (μαζεύω τους σπόρους).
Συνέχεια »Εκκόλπωμα
Εκκόλπωμα : κάθε μη φυσιολογική κοιλότητα που μοιάζει με σάκο και η οποία επικοινωνεί με κάποιο κοίλο όργανο.
Συνέχεια »Έκκρουση
Έκκρουση : η αποβολή (σίγηση) φωνήεντος κατά τη συνάντηση δύο φωνηέντων μέσα στη φράση, στο τέλος μιας λέξης και στην αρχή μιας άλλης, όπου το ισχυρό φωνήεν αποβάλλει ασθενές ή ασθενέστερο φωνήεν.
Συνέχεια »Εκκύκλημα
Εκκύκλημα : σκηνικό μηχάνημα, ξύλινο τροχοφόρο δάπεδο, πάνω στο οποίο παρουσιάζονταν στη σκηνή τα αποτελέσματα ορισμένων πράξεων, που θεωρείτο ασεβές να διαδραματισθούν ενώπιον των θεατών.
Συνέχεια »Εκλαμψία
Εκλαμψία : η παθολογική διατάραξη της εγκυμοσύνης των γυναικών, που εκδηλώνεται με σπασμούς και κώμα.
Συνέχεια »Εισορμώ
Εισορμώ : εισέρχομαι ξαφνικά με επιθετική διάθεση.
Συνέχεια »Εισπλέω
Εισπλέω : εισέρχομαι σε λιμάνι (για σκάφη).
Συνέχεια »Εισρόφηση
Εισρόφηση : η διείσδυση υγρών ή στερεών ουσιών στις αναπνευστικές οδούς, κυρίως όταν δεν λειτουργούν τα λαρυγγικά αντανακλαστικά ή λόγω απότομης εισπνής.
Συνέχεια »Ειωθός
Ειωθός : οτιδήποτε επαναλαμβάνεται κατά σταθερή συχνότητα, η συνήθεια.
Συνέχεια »Εκάστοτε
Εκάστοτε : σε κάθε περίπτωση, κάθε φορά.
Συνέχεια »Εκάτερος
Εκάτερος : ο καθένας από τους δύο, ο καθένας ξεχωριστά.
Συνέχεια »Εκατέρωθεν
Εκατέρωθεν : και από τις δύο πλευρές ξεχωριστά, και από τη μία και από την άλλη.
Συνέχεια »Εκατομβή
Εκατομβή : απώλεια μεγάλου αριθμού ζώων από βίαιο θάνατο.
Συνέχεια »