Φουρλιάζουadmin 20 Ιανουαρίου, 2008Κοζανίτικο γλωσσάριοShare Facebook Twitter Google + LinkedIn PinterestΦουρλιάζου (ρημ.) = πετάω κάτι π.χ. στα σκουπίδια300+ μοναδικοί Υπολογισμοί - Calculators ● VresKEP.gr ● Πολίτες & ΚΕΠ2008-01-20adminShare Facebook Twitter Google + LinkedIn Pinterest