Ξικλίαζου (ρημ.) = προκαλώ σε κάποιον κακέντρεχη, ευχαρίστηση με το δικό μου πάθημα.
300+ μοναδικοί Υπολογισμοί - Calculators ● VresKEP.gr ● Πολίτες & ΚΕΠ
admin 24 Φεβρουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ξικλίαζου (ρημ.) = προκαλώ σε κάποιον κακέντρεχη, ευχαρίστηση με το δικό μου πάθημα.