Στράτα: δρόμος .
Συνέχεια »ΣΥΜΠΑΙΝΩ
Συμπαίνω : φροντίζω τη φωτιά για να ανάψει περισσότερο .
Συνέχεια »ΣΥΨΩΜΑ
Σύψωμα:συμφωνία του εργάτη με τον εργοδότη ότι θα φροντίζει μόνος του για το μεσημεριανό του .
Συνέχεια »ΤΑΪΣΤΙΚΑ
Ταϊστικά: συμφωνία του εργοδότη με τον εργάτη ότι θα του παρέχει το μεσημεριανό .
Συνέχεια »ΤΑΞΕ ΠΩΣ
Τάξε πώς: σα να, λες και .
Συνέχεια »ΤΑΧΙΑ
Ταχιά : αργότερα .
Συνέχεια »ΤΖΙΦΤΕΣ
Τζιφτές : δίκαννο .
Συνέχεια »ΠΡΙΧΟΥ
Πρίχου : προτού .
Συνέχεια »ΠΟΥΡΙ
Πούρι : λοιπόν, ασφαλώς (πολυσήμαντο μόριο με βεβαιωτική σημασία) .
Συνέχεια »ΠΥΡΟΒΟΛΟΣ
Πυρόβολος : είδος παλιού αναπτήρα .
Συνέχεια »ΡΑΠΗ
Ράπη : το κοτσάνι του σταχυού .
Συνέχεια »ΡΟΥΣΣΑ
Ρούσσα : κόκκινη (κοκκινομάλλα) .
Συνέχεια »ΣΑΜΕ
Σάμε : μέχρι .
Συνέχεια »ΣΕΛΛΑΤΟ
Σελλάτο: το βόδι που η ράχη του κυρτώνει προς τα κάτω, σχηματίζοντας θέση για το ζυγό (που σέρνει το άροτρο).
Συνέχεια »ΠΕΡΑΣΑ
Περασά : το πέρασμα .
Συνέχεια »ΠΕΜΠΩ
Πέμπω: στέλνω (πέψω: στείλω ).
Συνέχεια »