Πέμπω: στέλνω (πέψω: στείλω ).
Συνέχεια »ΠΕΜΠΩ
11 Ιουλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Λεξικό της Κρητικής διαλέκτου με σύντομη επεξήγηση της λέξης . Σε ορισμένες περιπτώσεις δίδονται και παραδείγματα για να «κατέχετε» .
11 Ιουλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Πέμπω: στέλνω (πέψω: στείλω ).
Συνέχεια »11 Ιουλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Πηλιά: η πούλια .
Συνέχεια »11 Ιουλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Πιάνει (το δεντρί) : ευδοκιμεί .
Συνέχεια »11 Ιουλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Ποδομένος: καταντημένος (ποδίδω) .
Συνέχεια »11 Ιουλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Ποθαμός :ο θάνατος .
Συνέχεια »11 Ιουλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Πορεύγομαι : προχωρώ, εδώ περνώ τη ζωή μου, διαβιώ .
Συνέχεια »11 Ιουλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Πορπατηξά: περπάτημα .
Συνέχεια »11 Ιουλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Παντιδιερός : βολικός .
Συνέχεια »11 Ιουλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Παραβολή : η άκρη από το σπαρμένο χωράφι .
Συνέχεια »11 Ιουλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Παραιτώ : εγκαταλείπω .
Συνέχεια »11 Ιουλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Παρασέρνω : σκουπίζω .
Συνέχεια »11 Ιουλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Παρατήρημα : η δεισιδαιμονική πρόληψη , η κακή ώρα, η φορτισμένη από την επήρεια πονηρού πνεύματος .
Συνέχεια »11 Ιουλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Παρέκει : στην άκρη.
Συνέχεια »14 Ιουνίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Ξεκουραδώνω : διαλύω ένα κουράδι (κοπάδι) .
Συνέχεια »14 Ιουνίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Ξεπαραλυώ : ξηλώνω .
Συνέχεια »14 Ιουνίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Ξεράδι : ξερό κλαδί δέντρου, που αφαιρείται κατά το κλάδεμα .
Συνέχεια »