Αράσω : ορμώ από αγάπη .
Συνέχεια »Αράσω
3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Λεξικό της Κρητικής διαλέκτου με σύντομη επεξήγηση της λέξης . Σε ορισμένες περιπτώσεις δίδονται και παραδείγματα για να «κατέχετε» .
3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Αράσω : ορμώ από αγάπη .
Συνέχεια »3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Βαγίζω : φροντίζω ιδιαίτερα κάποιον
Συνέχεια »3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Βάγκα : χαντάκι, μεγάλο αυλάκι
Συνέχεια »3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Βάλια : τα βάσανα
Συνέχεια »3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Βαλίδικος: εύφορος , γόνιμος , καρποφόρος
Συνέχεια »3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Βαρδαλές: μέρος αδιαπέραστο, φράγμα αδιάβατο
Συνέχεια »3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Βαρμένος: τοποθετημένος, ταχτοποιημένος
Συνέχεια »3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Βαρμός : το μπάσιμο, η είσοδος
Συνέχεια »3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Βαροκαμπανίζω: είμαι βαρύς στο ζύγισμα
Συνέχεια »12 Μαρτίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Αργαντινή : εσπέρα
Συνέχεια »12 Μαρτίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Αρνεύω : ηρεμώ
Συνέχεια »12 Μαρτίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Αρωδαμός: τρυφερός βλαστός
Συνέχεια »12 Μαρτίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Αμνώγω : ορκίζομαι
Συνέχεια »12 Μαρτίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Αμολέρνω : αφήνω, ελευθερώνω
Συνέχεια »12 Μαρτίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Αμπλά : αδελφή
Συνέχεια »12 Μαρτίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Αμπώθω : σπρώχνω
Συνέχεια »