Αναστεναμένος : καημένος, ταλαίπωρος
Συνέχεια »Ανεμίζω
Ανεμίζω : προαισθάνομαι
Συνέχεια »Αντίντερο
Αντίντερο : αντίδερο
Συνέχεια »Απάκι
Απάκι : καπνιστό χοιρινό κρέας
Συνέχεια »Αποδεινιάζομαι
Αποδεινιάζομαι: δέχομαι κάτι με στεναχώρια
Συνέχεια »Αργαντινή
Αργαντινή : εσπέρα
Συνέχεια »Αρνεύω
Αρνεύω : ηρεμώ
Συνέχεια »Αρωδαμός
Αρωδαμός: τρυφερός βλαστός
Συνέχεια »Αβαρεσά
Αβαρεσά : τεμπελιά, οκνηρία .
Συνέχεια »Αβατζέρνω
Αβατζέρνω : πλεονάζω, περισσεύω
Συνέχεια »Αβιζέρνω
Αβιζέρνω :εφιστώ τη προσοχή κάποιου, ειδοποιώ
Συνέχεια »Αφορδακός
Αβοθρακός ή αφορδακός : Βάτραχος
Συνέχεια »Αγαστεροπιάνω
Αγαστεροπιάνω :αναπτύσσομαι ομαλά
Συνέχεια »Αγγελοσκιάζομαι
Αγγελοσκιάζομαι : σκιάζομαι από τον άγγελό μου, βλέπω προμηνύματα του θανάτου μου
Συνέχεια »Αγγουροφαίνεται
Αγγουροφαίνεται : μου κακοφαίνεται
Συνέχεια »Αγγριγιεύω
Αγγριγιεύω : γίνομαι άγριος, αγριεύω, ερεθίζω κάποιον, τον εξάπτω
Συνέχεια »