Αρχονταρίκι : δωμάτιο σε μοναστήρι , που προορίζεται για την υποδοχή και την περιποίηση επισκεπτών .
ΑΣΠΕΡΜΙΑ
Ασπερμία : η απουσία σπόρων στους καρπούς των φυτών .
ΑΡΩΓΗ
Αρωγή : η βοήθεια , οτιδήποτε αποτελεί βοήθεια .
ΑΣΤΑΡΙ
Αστάρι : το ύφασμα που ράβεται στο εσωτερικό μέρος του ενδύματος , φόδρα. Επίσης η πρώτη επίστρωση χρωματισμού σε επιφάνεια .
ΑΡΩΜΟΥΝΟΙ
Αρωμούνοι : οι Βλάχοι.
ΑΣΤΕΪΖΟΜΑΙ
Αστεΐζομαι : κάνω αστεία, αστειεύομαι .
ΑΣΒΕΣΤΟΚΟΝΙΑΜΑ
Ασβεστοκονίαμα : μείγμα από ασβέστη , άμμο και νερό , σε αναλογία 1προς 2 ή 3 , που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως συνδετικό υλικό και για την επίχριση των επιφανειών των τοίχων ( σοβάτισμα).
ΚΟΝΤΟ
Κοντό : άραγε.
ΚΟΝΤΟΣΙΜΩΝΩ
Κοντοσιμώνω: πλησιάζω (σιμώνω) κοντά .
ΚΟΝΤΥΛΑ
Κόντυλα: τα σπασμένα κοτσάνια των σταχυών, απομεινάρια από το αλώνισμα
(μεγαλύτερα από τα άχυρα) .
ΚΟΠΕΛΙ
Το κοπέλι : το παιδί .
ΚΟΥΖΟΥΛΟΣ
Κουζουλός : τρελός, κυρίως με την έννοια του επιπόλαιου.
ΚΟΥΡΑΔΙ
Κουράδι: το κοπάδι .
ΚΡΑΧΤΗΣ
Κράχτης : πετεινός , κόκορας με δυνατή φωνή .
ΚΡΥΓΙΟΤΗ
Κρυγιότη: ψύχος.
ΛΑΗΝΙ
Λαήνι: πήλινο αγγείο.