Αρτεργάτης : αυτός που εργάζεται σε αρτοποιείο ως ζυμωτής ή φουρνιστής .
ΑΡΤΕΣΙΑΝΟ ΦΡΕΑΡ
Αρτεσιανό φρέαρ : πηγάδι που επικοινωνεί με υπόγειο υδροφόρο στρώμα και από το οποίο το νερό αναβλύζει χωρίς άντληση , λόγω φυσικής πιέσεως σύμφωνα με την αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων .
ΑΡΤΙ
Αρτι : (επίρρημα ) μόλις , πρόσφατα , προ ολίγου .
ΑΡΤΙΓΕΝΗΣ
Αρτιγενής : αυτός που μόλις γεννήθηκε , μόλις απέκτησε υπόσταση .
ΑΡΤΙΩΝΩ
Αρτιώνω : δίνω σε κάτι τέλεια μορφή , το καθιστώ άρτιο .
ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑ
Αρτοκλασία : ειδική τελετή στις μεγάλες γιορτές , κατά την οποία ο ιερέας ευλογεί τους προσφερόμενους πέντε άρτους , που θα μοιραστούν στο εκκλησίασμα .
ΑΡΤΟΦΟΡΙΟ
Αρτοφόριο : το λειτουργικό σκεύος , στο οποίο φυλάσσεται ο αγιασμένος άρτος .
ΑΡΤΥΜΑ
Αρτυμα : οτιδήποτε προστίθεται στο μαγειρεμένο φαγητό , για να νοστιμίσει , για να κάνει τη γεύση του πιο πικάντικη , π.χ. αλάτι , πιπέρι , μπαχαρικά κ.λπ.
ΑΡΤΥΣΙΜΟΣ
Αρτύσιμος : αυτός που περιέχει κάτι από τις κατηγορίες τροφών από τις οποίες απέχει κανείς εκούσια κατά τη νηστεία .
ΑΡΥΟΜΑΙ
Αρύομαι : αντλώ , συνήθως ειδήσεις , στοιχεία , από πηγή .
ΑΡΟΥΡΑ
Αρουρα : το καλλιεργημένο ή καλλιεργήσιμο χωράφι .
ΑΡΑΘΥΜΟΣ
Αράθυμος : αυτός που οργίζεται εύκολα και γρήγορα .
ΑΡΠΑΓΗ
Αρπάγη : ο γάντζος και κατ’ επέκταση κάθε εργαλείο με γάντζο .
ΑΡΡΑΓΗΣ
Αρραγής : αυτός που χαρακτηρίζεται από σταθερότητα , από αδιάσπαστη ενότητα .
ΑΡΡΕΟΓΟΝΙΑ
Αρρενογονία : η γένηση αρσενικών τέκνων .
ΑΡΡΗΚΤΑ
Αρρηκτα : απολύτως , χωρίς να μπορεί κάτι να νοηθεί χωριστά από κάτι άλλο .