Αγνεία : ηθική καθαρότητα, αγνότητα, παρθενία .
ΑΓΟΡΗΤΗΣ
Αγορητής ; ο ομιλητής σε δημόσια συγκέντρωση .
ΑΓΡΑΥΛΩ
Αγραυλώ : ζω στους αγρούς .
ΑΔΑΗΜΟΣΥΝΗ
Αδαημοσύνη : άγνεια, απειρία .
ΑΔΕΨΗΤΟΣ
Αδέψητος : ακατέργαστος .
ΑΔΟΛΕΣΧΗΣ
Αδολέσχης : πολύλογος, φλύαρος .
ΑΔΡΟΜΕΡΕΙΑ
Αδρομέρεια : η σύσταση λόγου ή πράγματος από αδρά, έντονα μέρη , η ανάπτυξη θέματος σε γενικές γραμμές .
ΑΔΡΟΜΙΣΘΙΑ
Αδρομισθία : ο παχυλός μισθός, η πολύ μεγάλη αμοιβή.
ΑΒΑΡΑΡΩ
Αβαράρω : απομακρύνω .
ΑΒΑΣΤΑΓΗ
Αβασταγή : δέμα που κρατάει κανείς , το δεμάτι .
ΑΒΑΣΤΑΓΟ
Αβασταγό : υποζύγιο, ζώο που φορτώνεται.
ΑΠΟΜΟΝΗ
Απομονή : υπομονή .
ΑΠΟΣΚΟΤΕΙΝΙΑΣΤΗΚΑ
Αποσκοτεινιάστηκα : με έπιασε σκοτοδίνη, έχασα τον κόσμο από απελπισία ή
έντονη λύπη .
(Α)ΠΟΤΑΣΣΩ
(Α)ποτάσσω : αποχτώ.
ΑΜΠΕΛΙΚΟΣ
Αμπελικός : ο αγροφύλακας των αμπελιών.
ΑΠΟΧΤΕΝΙΔΑ
Αποχτένιδα : τα σπασμένα μαλλιά που μένουν στο χτένι κατά το χτένισμα.