Ειρημένος : αυτός που έχει λεχθεί.
Εθνοβόρος
Εθνοβόρος : ο φθοροποιός ή και καταστροφικός για το έθνος.
Ειρηνισμός
Ειρηνισμός : η αντίθεση στον πόλεμο ή τη χρήση βίας ως μέσο επιλύσεως διαφορών
και ειδικότ. η άρνηση αναμείξεως σε στρατιωτικές, πολεμικές επιχειρήσεις
εξαιτίας προσωπικών αρχών ή πεποιθήσεων.
Εθνοκάθαρση
Εθνοκάθαρση : η βίαιη μετακίνηση των μελών μιας εθνότητας από μια περιοχή ή και
ο αφανισμός τους, η μαζική τους εξόντωση.
Ειρκτή
Ειρκτή : το δημόσιο δεσμωτήριο, κάθε τόπος καταδίκης ή ακούσιας κράτησης για
έκτιση ποινής.
Εθνοκεντρισμός
Εθνοκεντρισμός : η αναγωγή των πάντων στην ιδέα του έθνους και στο ίδιο το
έθνος.
Εθνοτικός
Εθνοτικός : αυτός που σχετίζεται με πληθυσμιακή ομάδα ενός έθνους, η οποία
αποτελεί ενότητα.
Ειδεμή
Ειδεμή : σε αντίθετη περίπτωση, διαφορετικά.
Ειδεχθής
Ειδεχθής : αυτός που είναι αποκρουστικός στη όψη και τη θέα, αυτός που προκαλεί
αηδία και αποτροπιασμό.
Ειδότες
Ειδότες : αυτοί που γνωρίζουν καλά τα πράγματα.
Έδικτον
Έδικτον : διάταγμα που εκδιδόταν από άρχοντα.
Εδραίος
Εδραίος : αυτός που χαρακτηρίζεται από απόλυτη σταθερότητα, που δεν είναι
δυνατόν να κλονιστεί ή να μετακινηθεί.
Εδωδιμοπωλείο
Εδωδιμοπωλείο : εμπορικό κατάστημα στο οποίο πωλούνται τρόφιμα.
Εθελόδουλος
Εθελόδουλος : αυτός που εκούσια υποτάσσεται, που θεληματικά γίνεται ή μένει
δούλος, που ανέχεται τη δουλεία.
Εθελούσιος
Εθελούσιος : αυτός που συντελείται με τη θέληση του πράττοντος, που προκύπτει
από την ελεύθερη βούληση του ατόμου.
Εγκλιματίζω
Εγκλιματίζω : συνηθίζω ζωντανό οργανισμό να επιβιώνει και να αναπτύσσεται σε ξένο προς αυτόν κλίμα.