Εθνοτικός : αυτός που σχετίζεται με πληθυσμιακή ομάδα ενός έθνους, η οποία
αποτελεί ενότητα.
Ειδεμή
Ειδεμή : σε αντίθετη περίπτωση, διαφορετικά.
Ειδεχθής
Ειδεχθής : αυτός που είναι αποκρουστικός στη όψη και τη θέα, αυτός που προκαλεί
αηδία και αποτροπιασμό.
Ειδότες
Ειδότες : αυτοί που γνωρίζουν καλά τα πράγματα.
Είθε
Είθε : δηλώνει ευχή και επιθυμία.
Είθισται
Είθισται : συνηθίζεται, υπάρχει η συνήθεια.
Εικονοκλαστικός
Εικονοκλαστικός : ο εικονομαχικός, αυτός που σχετίζεται με την εικονομαχία.
Εικοτολογία
Εικοτολογία : η αυθαίρετη διατύπωση εκδοχών και συμπερασμάτων, η διερεύνηση μέσω
υποθέσεων και η συζήτηση χωρίς αποδείξεις.
Εικότως
Εικότως : κατά λογικό και εύλογο τρόπο.
Ειλημμένος
Ειλημμένος : αυτός που έχει ληφθεί.
Εγκλίνομαι
Εγκλίνομαι : αποβάλλω τον τόνο μου ή τον αποβιβάζω στην τελευταία συλλαβή
της προηγούμενης λέξης.
Εθνικισμός
Εθνικισμός : υπερβολική και αποκλειστική προσήλωση προς την ιδέα του έθνους και
των εθνικών ιδεωδών με κύριο χαρακτηριστικό τη διάκριση των εθνών σε ανώτερα και
κατώτερα και τη διάθεση επιβολής των πρώτων στα δεύτερα.
Εγκόλπιο
Εγκόλπιο : περιληπτικό βιβλίο μικρού συνήθως σχήματος, που περιλαμβάνει βασικές
και εκλαϊκευμένες γνώσεις, οδηγίες, κανονισμούς κ.λπ. για ορισμένη επιστήμη,
τέχνη, διδασκαλία.
Εγκυκλοπαιδισμός
Εγκυκλοπαιδισμός : η συστηματική κια μέχρι υπερβολής προσπάθεια να αποκτήσει
κανείς εγκυκλοπαιδικές γνώσεις (συχνά για λόγους επιδεικτικούς και χωρίς κριτική
επεξεργασία τους).
Εγκύπτω
Εγκύπτω : σκύβω και εξετάζω με προσοχή (αντικείμενο ή γεγονός, κατάσταση, ζήτημα κ.τλ.), προσηλώνω το ενδιαφέρον μου σε κάτι.
Εγκύστωση
Εγκύστωση : η δημιουργία περιβλήματος (κύστη) από οργανισμό και η έγκλειση σε
αυτό, πράγμα που συνοδεύεται από ελάττωση των φυσιολογικών λειτουργιών του,
προκειμένου ο οργανισμό να αντιμετωπίσει παροδικές δυσμενείς συνθήκες του
περιβάλλοντος.