Αείποτε : πάντοτε , διαρκώς … ανέκαθεν , από πάντα , από παλιά .
ΑΕΙΦΑΝΗΣ
Αειφανής : αυτός που είναι πάντοτε ορατός .
ΑΕΙΦΟΡΙΑ
Αειφορία : η βασική αρχή της δασοπονίας , που αποσκοπεί στην απόδοση του ίδιου ποσού δασικών προϊόντων ετησίως ή κατά περιόδους .
ΑΕΙΦΥΛΛΟΣ
Αείφυλλος : αυτός που διατηρεί πάντοτε το φύλλωμά του .
ΑΕΡΑΓΗΜΑ
Αεράγημα : το στρατιωτικό άγημα που μεταφέρεται με αεροπλάνο ή ελικόπτερο .
ΑΕΡΑΚΑΤΟΣ
Αεράκατος : σκάφος μικρού βυθίσματος που προωθείται με έλικα και διευθύνεται με πηδάλιο αεροσκάφους .
ΑΕΡΓΙΑ
Αεργία : το να μην εργάζεται κανείς με προσωπική του επιλογή ( κυρίως από τεμπελιά ).
ΑΕΡΙΟΦΩΣ
Αεριόφως : το φως που παράγεται από φωταέριο .
ΑΕΡΟΒΑΜΩΝ
Αεροβάμων : αυτός που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας .
ΑΔΟΛΕΣΧΙΑ
Αδολεσχία : η υπερβολική σε μάκρος , φλύαρη και κουραστική ομιλία .
ΑΕΡΟΒΙΟΣ
Αερόβιος : αυτός που χρειάζεται οξυγόνο για να υπάρξει ή να συντελεστεί .
ΑΔΡΑΧΝΩ
Αδράχνω : αρπάζω …Αδραξε την ευκαιρία : δεν άφησε την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη .
ΑΕΡΟΓΑΜΟΣ
Αερόγαμος : φυτό του οποίου η επικονίαση γίνεται από τη γύρη που μεταφέρει ο αέρας .
ΑΔΡΑΧΤΙ
Αδράχτι : το μεταλλικό ή ξύλινο κυλινδρικό εργαλείο για το γνέσιμο υφαντικού υλικού .
ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΑ
Αερόγραμμα : η επιστολή της οποίας ο φάκελος θεωρείται το ίδιο χαρτί το οποίο είναι γραμμένη , εφόσον διπλωθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε στην εξωτερική πλευρά να αναγραφούν τα στοιχεία του αποστολέα και του παραλήπτη και να επικολληθεί το γραμματόσημο .
ΑΔΡΟΜΕΡΗΣ
Αδρομερής : αυτός που αναφέρεται σε αδρά , προέρχοντα , απολύτως βασικά χαρακτηριστικά .