Εγκυκλοπαιδισμός : η συστηματική κια μέχρι υπερβολής προσπάθεια να αποκτήσει
κανείς εγκυκλοπαιδικές γνώσεις (συχνά για λόγους επιδεικτικούς και χωρίς κριτική
επεξεργασία τους).
Εγκύπτω
Εγκύπτω : σκύβω και εξετάζω με προσοχή (αντικείμενο ή γεγονός, κατάσταση, ζήτημα κ.τλ.), προσηλώνω το ενδιαφέρον μου σε κάτι.
Εγκύστωση
Εγκύστωση : η δημιουργία περιβλήματος (κύστη) από οργανισμό και η έγκλειση σε
αυτό, πράγμα που συνοδεύεται από ελάττωση των φυσιολογικών λειτουργιών του,
προκειμένου ο οργανισμό να αντιμετωπίσει παροδικές δυσμενείς συνθήκες του
περιβάλλοντος.
Εγνωσμένος
Εγνωσμένος : αυτός που βρίσκεται πέρα από κάθε αμφιβολία, που έχει αναγνωριστεί
από όλες τις πλευρές.
Έγχυμα
Έγχυμα : υδατικό εκχύλισμα δρόγης, που λαμβάνεται όταν η ουσία αυτή
περιχυθεί με βραστό νερό για μερικά λεπτά.
Εγωπαθής
Εγωπαθής : αυτός που αγαπά παθολογικά τον εαυτό του, που χαρακτηρίζεται από
υπερβολικό εγωισμό και φιλαυτία.
Εγωτισμός
Εγωτισμός : η υπερβολική αυτοανάλυση και αυτοκαλλιέργεια του ατόμου με σκοπό την
ανάδειξη και τελειοποίηση κάθε προσωπικού και πρωτότυπου στοιχείου του ή την
ατομική του τελειοποίηση.
Εδαφικότητα
Εδαφικότητα : το δικαίωμα κράτους να τιμωρεί τους αλλοδαπούς που διαπράττουν
έγκλημα στο έδαφος του.
Έδικτον
Έδικτον : διάταγμα που εκδιδόταν από άρχοντα.
Εδραίος
Εδραίος : αυτός που χαρακτηρίζεται από απόλυτη σταθερότητα, που δεν είναι
δυνατόν να κλονιστεί ή να μετακινηθεί.
Εδωδιμοπωλείο
Εδωδιμοπωλείο : εμπορικό κατάστημα στο οποίο πωλούνται τρόφιμα.
Εθελόδουλος
Εθελόδουλος : αυτός που εκούσια υποτάσσεται, που θεληματικά γίνεται ή μένει
δούλος, που ανέχεται τη δουλεία.
Εγγραφέας
Εγγραφέας : όργανο που επιτρέπει τη συνεχή ή κατά διαστήματα καταγραφή της
πορείας ενός φυσικού μεγέθους.
Έγκληση
Έγκληση : η καταγγελία αδικήματος με απαίτηση τιμωρίας του δράστη, μήνυση που υποβάλλεται εκ μέρους του παθόντος ή σχετικού προσώπου για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε εναντίον του ή εναντίον των οικείων του.
Εγγύς
Εγγύς : κοντά, σε πολύ μικρή απόσταση.
Εγείρω
Εγείρω : σηκώνω κάτι όρθιο, υψώνω.