Εγνωσμένος : αυτός που βρίσκεται πέρα από κάθε αμφιβολία, που έχει αναγνωριστεί
από όλες τις πλευρές.
Έγχυμα
Έγχυμα : υδατικό εκχύλισμα δρόγης, που λαμβάνεται όταν η ουσία αυτή
περιχυθεί με βραστό νερό για μερικά λεπτά.
Εγωπαθής
Εγωπαθής : αυτός που αγαπά παθολογικά τον εαυτό του, που χαρακτηρίζεται από
υπερβολικό εγωισμό και φιλαυτία.
Εγωτισμός
Εγωτισμός : η υπερβολική αυτοανάλυση και αυτοκαλλιέργεια του ατόμου με σκοπό την
ανάδειξη και τελειοποίηση κάθε προσωπικού και πρωτότυπου στοιχείου του ή την
ατομική του τελειοποίηση.
Εδαφικότητα
Εδαφικότητα : το δικαίωμα κράτους να τιμωρεί τους αλλοδαπούς που διαπράττουν
έγκλημα στο έδαφος του.
Έδικτον
Έδικτον : διάταγμα που εκδιδόταν από άρχοντα.
Εδραίος
Εδραίος : αυτός που χαρακτηρίζεται από απόλυτη σταθερότητα, που δεν είναι
δυνατόν να κλονιστεί ή να μετακινηθεί.
Εδωδιμοπωλείο
Εδωδιμοπωλείο : εμπορικό κατάστημα στο οποίο πωλούνται τρόφιμα.
Εθελόδουλος
Εθελόδουλος : αυτός που εκούσια υποτάσσεται, που θεληματικά γίνεται ή μένει
δούλος, που ανέχεται τη δουλεία.
Εθελούσιος
Εθελούσιος : αυτός που συντελείται με τη θέληση του πράττοντος, που προκύπτει
από την ελεύθερη βούληση του ατόμου.
Εγκλιματίζω
Εγκλιματίζω : συνηθίζω ζωντανό οργανισμό να επιβιώνει και να αναπτύσσεται σε ξένο προς αυτόν κλίμα.
Εθιμοτυπία
Εθιμοτυπία : το σύνολο των κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς που έχουν επικρατήσει
και εφρμόζονται στις διάφορες εκδηλώσεις της κοιωννικής ζωής.
Εγείρω
Εγείρω : σηκώνω κάτι όρθιο, υψώνω.
Εγελιανισμός
Εγελιανισμός : το φιλοσοφικό σύστημα του Εγέλου και των συνεχιστών του, που διέπεται από τις αρχές της διαλεκτικής του.
Έγια μόλα
Έγια μόλα : επιφών, για να δίνει τον ρυθμό σε κωπηλάτες ή για τον συντονισμό των κινήσεων κατά τη μετακίνηση βαριών αντικειμένων.
Εγκάθετος
Εγκάθετος : αυτός που σκόπιμα τοποθετείται κάπου, εκτελώντας πιστά συγκεκριμένες
εντολές, συνήθως για την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία πολιτικών προσώπων.