Αδόκητος : αυτός που δεν αναμενόταν .
ΑΓΩΓΙΑΤΗΣ
Αγωγιάτης : αυτός που μεταφέρει έναντι αμοιβής πρόσωπα ή πράγματα , κυρίως με ζώα ή άμαξα.
ΑΔΑΜΑΝΤΟΔΕΣΙΑ
Αδαμαντοδεσία : το δέσιμο , η προσαρμογή δαμαντιών σε κόσμημα .
ΑΔΑΜΑΝΤΟΠΟΙΚΙΛΤΟΣ
Αδαμαντοποίκιλτος : αυτός που είναι στολισμένος , διακοσμημένος με διαμάντια .
ΑΔΑΜΑΝΤΟΣΤΙΚΤΟΣ
Αδαμαντόστικτος : ο αδαμαντοστόλιστος .
ΑΔΕΛΦΟΠΟΙΤΟΣ
Αδελφοποιτός : αυτός που γίνεται αδελφός με κάποιον με τον οποίο δεν έχει συγγένεια , σε ειδική τελετή όπου αναμειγνύουν το αίμα τους ή δίνουν όρκους αγάπης .
ΑΔΕΡΦΟΜΟΙΡΑΔΙ
Αδερφομοιράδι : το μερίδιο κάθε αδερφού από τη μοιρασιά της πατρικής περιουσίας ή κληρονομιάς .
ΑΒΓΟΡΙΖΕΙ
Αβγορίζει : φαίνεται κάτι από μακριά .
ΑΘΟΣ
Ο άθος : η στάχτη .
ΑΓΑΛΙ
Αγάλι : σιγά , σιγά
ΑΙΓΙΔΑ
Αιγίδα ; η ασπίδα .
ΑΓΓΟΥΡΟΣ
Αγγουρος : νέος
ΑΙΓΟΠΡΟΒΕ
Η αιγοπροβέ : η αιγοπροβιά .
ΑΓΓΡΙΖΩ
Αγγρίζω : Ερεθίζω
ΑΚΑΜΑΤΕΡΕΥΤΟ
Ακαματέρευτο ( ζώο ) : ζώο που δεν είναι ακόμη ζεμένο .
ΑΓΡΙΟΞΙΠΑΣΜΕΝΟΣ
Ο υπερβολικά υπερόπτης .