Προσβλητική , βέβηλη πράξη . Κατά επέκταση , πράξη που αντιβαίνει σε αρχές και αξίες , που θεωρούνται ιερές και απαραβίαστες .
ΑΓΟΣ
3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.
3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Προσβλητική , βέβηλη πράξη . Κατά επέκταση , πράξη που αντιβαίνει σε αρχές και αξίες , που θεωρούνται ιερές και απαραβίαστες .
3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Ο δρόμος που οδηγεί κάπου .
3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Το κυνήγι ή ψάρεμα . Μεταφορικά σημαίνει , επιδίωξη , επίμονη αναζήτηση .
3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Προσωρινή διακοπή της καλλιέργειας αγρού , με σκοπό την ανάκτηση της παραγωγικότητάς του .
3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Το κυνήγι , η αναζήτηση θηράματος ή θύματος . Σαν ναυτικός όρος , η αναζήτηση και ανέλκυση αντικειμένου από τον βυθό της θάλλασας .
3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Ο αγριμοκυνηγός , ο κυνηγός που κυνηγά άγρια ζώα , αγρίμια .
3 Σεπτεμβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αυτός που ζει στους αγρούς .
29 Αυγούστου, 2003Κρητικό Γλωσσάριο
Κλαίω σιγά με αναφιλητά .
29 Αυγούστου, 2003Κρητικό Γλωσσάριο
Ανεπιάνω : Πολλαπλασιάζω κάποιο είδος φυτού , άνθους . Μεταφορικά σημαίνει ..συγγενεύω με γάμο , συμπεθεριάζω .
29 Αυγούστου, 2003Κρητικό Γλωσσάριο
Ανεστορούμαι : Φέρνω στη μνήμη μου , αναπολώ παλιότερα γεγονότα .
29 Αυγούστου, 2003Κρητικό Γλωσσάριο
Το ανεβόλεμα : ο κατήφορος . Μεταφορικά σημαίνει ….δυσκολία αντιξοότητα , δυσχέρεια .
29 Αυγούστου, 2003Κρητικό Γλωσσάριο
Ανεβολεύγω : Ανηφορίζω .
29 Αυγούστου, 2003Κρητικό Γλωσσάριο
Ανεστουλούχισμα (το) : αναστέναγμα .
29 Αυγούστου, 2003Κρητικό Γλωσσάριο
Το αχινοπόδι , είδος θάμνου .
29 Αυγούστου, 2003Κρητικό Γλωσσάριο
Ορος λιομαζώματος . Στρώνω κάτω από την ελιά ανάπλες για να μη σκορπά ο καρπός στο έδαφος .
29 Αυγούστου, 2003Κρητικό Γλωσσάριο
Προέρχεται από την αντάρα . Σημαίνει είμαι σκεπασμένος από ομίχλη .