Δύστηκτος : αυτός που τήκεται με δυσκολία, που δεν λειώνει εύκολα.
Εβαπορίτης
Εβαπορίτης : χημικό ίζημα το οποίο σχηματίζεται μετά την εξάτμιση του διαλυτικού μέσου και την απόθεση διαλυμένων αλάτων, όπως είναι ο γύψος, ο ανυδρίτης ή το ορυκτό άλας.
Δύστηνος
Δύστηνος : δυστυχής, άτυχος.
Εβενίδες
Εβενίδες : θάμνοι και δέντρα τροπικών περιοχών με χαρακτηριστικό σκούρο ξύλο.
Δυσήλιος
Δυσήλιος : αυτός που δεν φωτίζεται από τον ήλιο, που δύσκολα τον βλέπει ο ήλιος.
Δυσήνιος
Δυσήνιος : αυτός που δύσκολα δέχεται χαλινάρι, αδάμαστος.
Δυσηχαγωγός
Δυσηχαγωγός : αυτός που δεν επιτρέπει το πέρασμα του ήχου από μια επιφάνεια σε άλλη μέσα από τη μάζα του.
Δυσθανασία
Δυσθανασία : η παρατεταμένη και επώδυνη επιθανάτια αγωνία, ο αργός και βασανιστικός θάνατος.
Δυσθυμία
Δυσθυμία : η κακή ψυχική διάθεση, η έλλειψη κεφιού και όρεξης για ζωή.
Δυσιδρωσία
Δυσιδρωσία : η παθολογική κατακράτηση του ιδρώτα μέσα στο δέρμα, που εκδηλώνεται με εξανθήματα της επιδρμίδας.
Δυσκρασία
Δυσκρασία : η κακή κράση του οργανισμού, η καχεξία.
Δύσληπτος
Δύσληπτος : (τροφή) που λαμβάνεται από το στόμα με δυσκολία.
Δυσμάς
Δυσμάς : στα δυτικά, προς τη δύση.
Δυσμνησία
Δυσμνησία : διαταραχή της μνήμης κατά την οποία το άτομο εμφανίζει δυσκολία να ανακαλέσει συγκεκριμένες αναμνήσεις κατά την επιθυμητή στιγμή.
Δυσειδής
Δυσειδής : αυτός που έχει άσχημη μορφή.
Δυσοίωνος
Δυσοίωνος : αυτός που προοιωνίζεται κακή έκβαση, που δεν αφήνει περιθώρια για θετικές εξελίξεις.