Δορίκτητος ή Δρύκτητος : αυτός που αποτέλεσε λάφυρο πολέμου ή έχει κυριευθεί με πόλεμο.
Δοσατζής
Δοσατζής : ο έμπορος που επισκέπτεται πελάτες και πουλάει με δόσεις.
Δοκησίσοφος
Δοκησίσοφος : αυτός που θεωρεί τον εαυτό του σοφό, ο κατά φαντασίαν σοφός.
Δοσιμετρία
Δοσιμετρία : η μέτρηση με δοσίμετρο της δόσης της ιοντίζουσας ακτινοβολίας που έχει απορροφήσει(κάποια ύλη).
Δοκητισμός
Δοκητισμός : χριστιανική αίρεση που βασίζεται στον δυϊσμό, κατά την οποία η ενανθρώπιση του Χριστού ήταν φαινομενική.
Δοτικοφανής
Δοτικοφανής : αυτός που θυμίζει τη δοτική πτώση ή που εμφανίζεται σε δοτική πτώση.
Δολερός
Δολερός : αυτός που χαρακτηρίζεται από δόλο, που εκφράζει ή χρησιμοποιεί δόλια μέσα, πανούργος.
Δουλοκτητικός
Δουλοκτητικός : αυτός που σχετίζεται με το σύστημα της δουλοκτησίας.
Δολιχοδρομώ
Δολιχοδρομώ : διανύω μεγάλη απόσταση, καθυστερώ.
Δουλοπαροικία
Δουλοπαροικία : το σύστημα κατά το οποίο εκτάσεις γης που άνηκαν σε φεουδάρχη καλλιεργούνταν από δουλοπάροικους.
Δολιχοκεφαλία
Δολιχοκεφαλία : η ανάπτυξη του ανθρώπινου κρανίου κατά τρόπον ώστε να είναι πολύ μακρύ σε σχέση με το πλάτος του.
Δουλοπρεπής
Δουλοπρεπής : αυτός που επιδεικνύει συμπεριφορά δούλου.
Δόλιχος
Δόλιχος : δρόμος αντοχής μεγάλων αποστάσεων και μονάδα μήκους που ισοδυναμούσε με δώδεκα στάδια.
Δολομίτης
Δολομίτης : ανοιχτόχρωμο, συνήθως κιτρινωπό ή γκριζόλευκο ορυκτό, που αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο και μαγνήσιο και απαντά στη φύση κυρίως σε μορφή μικρών συμπαγών κρυστάλλων, χρησιμοποιείται στην οικοδομική, τη γλυπτική, τη δικοσμητική και ως πυρίμαχο υλικό.
Δομέστικος ή Δομέστιχος
Δομέστικος ή Δομέστιχος : έμπιστο πρόσωπο που κατείχε ανώτερο αξίωμα στη στρατιωτική, πολιτική και εκκλησιαστική διοίκηση.
Δομικός
Δομικός : αυτός που σχετίζεται με τη δόμηση, με την κατασκευή ή το χτίσιμο.